δυσφόρητος: Difference between revisions

From LSJ

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσφόρητος''': -ον, δυσκόλως ὑποφερόμενος, [[δύσοιστος]] Εὐρ. Κύκλ. 344· ὁ Σκαλ. διαφόρητον.
|lstext='''δυσφόρητος''': -ον, δυσκόλως ὑποφερόμενος, [[δύσοιστος]] Εὐρ. Κύκλ. 344· ὁ Σκαλ. διαφόρητον.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à supporter.<br />'''Étymologie:''' [[δυσφορέω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσφόρητος Medium diacritics: δυσφόρητος Low diacritics: δυσφόρητος Capitals: ΔΥΣΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: dysphórētos Transliteration B: dysphorētos Transliteration C: dysforitos Beta Code: dusfo/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to be borne, Hsch.; f. l. for διαφόρητος, E.Cyc.344.

German (Pape)

[Seite 690] schwer zu ertragen; σάρξ Eur. Cycl. 343, d. i. schwer zu verdauen, Herm. lies't διαφόρητος, zerrissen. – Adv., δυσφορήτως ἔχω, = δυσφορῶ, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

δυσφόρητος: -ον, δυσκόλως ὑποφερόμενος, δύσοιστος Εὐρ. Κύκλ. 344· ὁ Σκαλ. διαφόρητον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσφορέω.