ἐγκτάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκτάομαι''': ἀποθ., κτῶμαι κτήσεις ἐν ξένῃ χώρᾳ, πόλιν ἐν Θρηΐκῃ Ἡρόδ. 5. 23· οἱ ἐγκεκτημένοι, ξένοι κατέχοντες κτήσματα ἔν τινι χώρᾳ, ἀντίθ. τῷ δημόται, Δημ. 1208, 27.
|lstext='''ἐγκτάομαι''': ἀποθ., κτῶμαι κτήσεις ἐν ξένῃ χώρᾳ, πόλιν ἐν Θρηΐκῃ Ἡρόδ. 5. 23· οἱ ἐγκεκτημένοι, ξένοι κατέχοντες κτήσματα ἔν τινι χώρᾳ, ἀντίθ. τῷ δημόται, Δημ. 1208, 27.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />acquérir une propriété en pays étranger.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κτάομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκτάομαι Medium diacritics: ἐγκτάομαι Low diacritics: εγκτάομαι Capitals: ΕΓΚΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: enktáomai Transliteration B: enktaomai Transliteration C: egktaomai Beta Code: e)gkta/omai

English (LSJ)

   A acquire possessions in a foreign country, πόλιν ἐν Θρηΐκῃ (v.l. for ἐγκτις-) Hdt.5.23; οἱ ἐγκεκτημένοι citizens who possess property in a deme not their own, opp. δημόται, D.50.8, cf. X.Vect.2.4, PGnom.243.

German (Pape)

[Seite 710] darin, bes. in einem fremden Lande sich Besitzungen erwerben, Ἕλληνι δοὺς ἐγκτήσασθαι πόλιν ἐν Θρηΐκῃ Her. 5, 23; οἱ δημόται καὶ οἱ ἐγκεκτημένοι Dem. 50, 8, die zu dem Demos gehören u. die darin Besitzungen haben; vgl. Xen. Vectig. 2, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκτάομαι: ἀποθ., κτῶμαι κτήσεις ἐν ξένῃ χώρᾳ, πόλιν ἐν Θρηΐκῃ Ἡρόδ. 5. 23· οἱ ἐγκεκτημένοι, ξένοι κατέχοντες κτήσματα ἔν τινι χώρᾳ, ἀντίθ. τῷ δημόται, Δημ. 1208, 27.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
acquérir une propriété en pays étranger.
Étymologie: ἐν, κτάομαι.