ἐγγυαλίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγγυᾰλίζω''': μέλλ. -ξω ([[γύαλον]]): - θέτω εἰς τὴν παλάμην, [[ἐγχειρίζω]], [[ἔεδνα]], ὅσσα οἱ ἐγγυάλιξα. «ἔδωκα, παρέσχον» (Σχόλ.) Ὀδ. Θ. 319· ἐγὼ δέ τοι ἐγγυαλίξω. «ἐν γύοις, ὅ ἐστι χερσὶ θήσω, καὶ ὡς εἰπεῖν ἐγχειρίσω» (Εὐστ.) Π. 66 ὁ δ’ αὖτ’ ἐμοὶ ἐγγυάλιξεν ἐνν. τοὺς ἵππους Ἰλ. Ψ. 278· - [[συχνάκις]] ἐπὶ τῶν θεῶν, καί τοι [[Ζεὺς]] ἐγγυάλιξε σκῆπτρόν τ’ ἠδὲ θέμιστας 1. 98· τιμὴν … ὄφελλεν [[Ὀλύμπιος]] ἐγγυαλίξαι Α. 353· [[τότε]] οἱ [[κράτος]] ἐγγυαλίξω Λ. 192· [[ὁτέοισιν]] [[κῦδος]] ὑπέρτερον ἐγγυαλίξῃ Ο. 491, κτλ. - Ἐπικ. [[λέξις]], ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. Ι. 8 (7). 92, Ἡγήμων παρ’ Ἀθην. 698D.
|lstext='''ἐγγυᾰλίζω''': μέλλ. -ξω ([[γύαλον]]): - θέτω εἰς τὴν παλάμην, [[ἐγχειρίζω]], [[ἔεδνα]], ὅσσα οἱ ἐγγυάλιξα. «ἔδωκα, παρέσχον» (Σχόλ.) Ὀδ. Θ. 319· ἐγὼ δέ τοι ἐγγυαλίξω. «ἐν γύοις, ὅ ἐστι χερσὶ θήσω, καὶ ὡς εἰπεῖν ἐγχειρίσω» (Εὐστ.) Π. 66 ὁ δ’ αὖτ’ ἐμοὶ ἐγγυάλιξεν ἐνν. τοὺς ἵππους Ἰλ. Ψ. 278· - [[συχνάκις]] ἐπὶ τῶν θεῶν, καί τοι [[Ζεὺς]] ἐγγυάλιξε σκῆπτρόν τ’ ἠδὲ θέμιστας 1. 98· τιμὴν … ὄφελλεν [[Ὀλύμπιος]] ἐγγυαλίξαι Α. 353· [[τότε]] οἱ [[κράτος]] ἐγγυαλίξω Λ. 192· [[ὁτέοισιν]] [[κῦδος]] ὑπέρτερον ἐγγυαλίξῃ Ο. 491, κτλ. - Ἐπικ. [[λέξις]], ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. Ι. 8 (7). 92, Ἡγήμων παρ’ Ἀθην. 698D.
}}
{{bailly
|btext=mettre dans la main : [[τί]] τινι mettre qch dans la main de qqn ; ἐγγ. τινά τινι remettre une personne entre les mains d’une autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[γύαλον]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγγῠᾰλίζω Medium diacritics: ἐγγυαλίζω Low diacritics: εγγυαλίζω Capitals: ΕΓΓΥΑΛΙΖΩ
Transliteration A: engyalízō Transliteration B: engyalizō Transliteration C: eggyalizo Beta Code: e)gguali/zw

English (LSJ)

Ep. and Lyr. Verb, (γύαλον) prop.

   A put into the palm of the hand, put into the hand, ἔεδνα ὅσσα οἱ ἐγγυάλιξα Od.8.319; ἐγὼ δέ τοι ἐγγυαλίξω I will put him into your hands, 16.66; ὁ δ' αὖτ' ἐμοὶ ἐγγυάλιξεν (sc. τοὺς ἵππους) Il.23.278; freq. of the gods, καί τοι Ζεὺς ἐγγυάλιξε σκῆπτρόν τ' ἠδὲ θέμιστας 9.98; τιμήν . . ὄφελλεν Ὀλύμπιος ἐγγυαλίξαι 1.353; τότε οἱ κράτος ἐγγυαλίξω 11.192; ὁτέοισιν κῦδος . . ἐγγυαλίξῃ 15.491, cf. A.R.2.55, etc.; ἐ. ὄλβον Pi.Pae.6.133, cf. I.8 (7).46, Hegem. ap. Ath.15.698d.

German (Pape)

[Seite 701] (γύαλον), fut. ἐγγυαλίξω, in die (hohle) Hand geben, einhändigen; σκῆπτρόν τινι, Il. 1, 98; τιμήν, κῦδος, κράτος u. ähnl., 1, 353. 2, 436; auch τινά τινι, Jemanden in des Andern Schutz geben, Od. 16, 66; λίθον τινί, Hes. Th. 485; auch Pind. I. 7, 43 u. sp. D., wie Ap. Rh. 1, 489.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγγυᾰλίζω: μέλλ. -ξω (γύαλον): - θέτω εἰς τὴν παλάμην, ἐγχειρίζω, ἔεδνα, ὅσσα οἱ ἐγγυάλιξα. «ἔδωκα, παρέσχον» (Σχόλ.) Ὀδ. Θ. 319· ἐγὼ δέ τοι ἐγγυαλίξω. «ἐν γύοις, ὅ ἐστι χερσὶ θήσω, καὶ ὡς εἰπεῖν ἐγχειρίσω» (Εὐστ.) Π. 66 ὁ δ’ αὖτ’ ἐμοὶ ἐγγυάλιξεν ἐνν. τοὺς ἵππους Ἰλ. Ψ. 278· - συχνάκις ἐπὶ τῶν θεῶν, καί τοι Ζεὺς ἐγγυάλιξε σκῆπτρόν τ’ ἠδὲ θέμιστας 1. 98· τιμὴν … ὄφελλεν Ὀλύμπιος ἐγγυαλίξαι Α. 353· τότε οἱ κράτος ἐγγυαλίξω Λ. 192· ὁτέοισιν κῦδος ὑπέρτερον ἐγγυαλίξῃ Ο. 491, κτλ. - Ἐπικ. λέξις, ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. Ι. 8 (7). 92, Ἡγήμων παρ’ Ἀθην. 698D.

French (Bailly abrégé)

mettre dans la main : τί τινι mettre qch dans la main de qqn ; ἐγγ. τινά τινι remettre une personne entre les mains d’une autre.
Étymologie: ἐν, γύαλον.