ἐκδοχεῖον: Difference between revisions
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκδοχεῖον''': τό, [[δοχεῖον]], [[δεξαμενή]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 15, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 3454· κατὰ Σουΐδ. καὶ Ζωναρ. «[[ἐκδοχεῖον]], τὸ [[ταμεῖον]]»· [[προσέτι]], [[ἐκδόχιον]], [[εἰμὶ]] δὲ Μουσάων μυστικὸν [[ἐκδόχιον]] Ἀνθ. Παλατ. 14. 60· πρβλ. Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 293, ἔκδ. Βασιλείας. | |lstext='''ἐκδοχεῖον''': τό, [[δοχεῖον]], [[δεξαμενή]], Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 15, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 3454· κατὰ Σουΐδ. καὶ Ζωναρ. «[[ἐκδοχεῖον]], τὸ [[ταμεῖον]]»· [[προσέτι]], [[ἐκδόχιον]], [[εἰμὶ]] δὲ Μουσάων μυστικὸν [[ἐκδόχιον]] Ἀνθ. Παλατ. 14. 60· πρβλ. Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 293, ἔκδ. Βασιλείας. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />réservoir, récipient, <i>d’où</i><br /><b>1</b> citerne;<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[ἀμίς]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐκδοχή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A reservoir, tank, J.BJ1.15.1, Peripl.M.Rubr. 27.
German (Pape)
[Seite 758] τό, der Behälter, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδοχεῖον: τό, δοχεῖον, δεξαμενή, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 15, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 3454· κατὰ Σουΐδ. καὶ Ζωναρ. «ἐκδοχεῖον, τὸ ταμεῖον»· προσέτι, ἐκδόχιον, εἰμὶ δὲ Μουσάων μυστικὸν ἐκδόχιον Ἀνθ. Παλατ. 14. 60· πρβλ. Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Τίμ. σ. 293, ἔκδ. Βασιλείας.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
réservoir, récipient, d’où
1 citerne;
2 c. ἀμίς.
Étymologie: ἐκδοχή.