ἐκμισθόω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκμισθόω''': δίδω ἐπὶ μισθῷ, τινί τι Ξεν. Πόροι 3. 14· τι Λυσ. 108. 35· μετ’ ἀπαρ., ἐκμ. τινα ἑταιρεῖν Αἰσχίν. 2. 41: ― Μέσ., μισθοῦμαι, μισθώνω δι’ ἐμαυτόν, [[λαμβάνω]] ἐπὶ μισθῷ, Θεμιστ. 53Α.
|lstext='''ἐκμισθόω''': δίδω ἐπὶ μισθῷ, τινί τι Ξεν. Πόροι 3. 14· τι Λυσ. 108. 35· μετ’ ἀπαρ., ἐκμ. τινα ἑταιρεῖν Αἰσχίν. 2. 41: ― Μέσ., μισθοῦμαι, μισθώνω δι’ ἐμαυτόν, [[λαμβάνω]] ἐπὶ μισθῷ, Θεμιστ. 53Α.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />louer, donner à loyer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[μισθόω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμισθόω Medium diacritics: ἐκμισθόω Low diacritics: εκμισθόω Capitals: ΕΚΜΙΣΘΟΩ
Transliteration A: ekmisthóō Transliteration B: ekmisthoō Transliteration C: ekmisthoo Beta Code: e)kmisqo/w

English (LSJ)

   A let out for hire, ὁλκάδας X.Vect.3.14; χωρίον Lys.7.4; [τέμενος] SIG1044.30 (Halic.), etc. : c. inf., ἐ. τινὰ ἑταιρεῖν Aeschin. 1.13 :—Med., contract for, ἔργον Them.Or.4.53a.

German (Pape)

[Seite 769] vermiethen, gegen Lohn verdingen, τινά τινι, Xen. Vect. 4, 14; Aesch. 3, 146; ὃς ἂν ἐκμισθωθῇ ἑταιρεῖν 1, 13; τὸ χωρίον Lys. 7, 4; Folgde, wie Arist. polit. 1, 11. – Med. bei Themist., miethen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμισθόω: δίδω ἐπὶ μισθῷ, τινί τι Ξεν. Πόροι 3. 14· τι Λυσ. 108. 35· μετ’ ἀπαρ., ἐκμ. τινα ἑταιρεῖν Αἰσχίν. 2. 41: ― Μέσ., μισθοῦμαι, μισθώνω δι’ ἐμαυτόν, λαμβάνω ἐπὶ μισθῷ, Θεμιστ. 53Α.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
louer, donner à loyer, acc..
Étymologie: ἐκ, μισθόω.