ἑκατόγχειρος: Difference between revisions
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑκατόγχειρος''': -ον, ἔχων ἑκατὸν χεῖρας· ἐπὶ τοῦ Βριάρεω, Ἰλ. Α. 402: - ἑκατόγχειρ, ὁ, ἡ, Πλουτ. Μάρκελλ. 17, κτλ. Ἑκατόγχειρες ἦσαν ὁ [[Βριάρεως]], ὁ Γύγης ἢ Γύας καὶ ὁ Κόττος, τέκνα Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, Ἀπολλόδ. 1. 1, 1. | |lstext='''ἑκατόγχειρος''': -ον, ἔχων ἑκατὸν χεῖρας· ἐπὶ τοῦ Βριάρεω, Ἰλ. Α. 402: - ἑκατόγχειρ, ὁ, ἡ, Πλουτ. Μάρκελλ. 17, κτλ. Ἑκατόγχειρες ἦσαν ὁ [[Βριάρεως]], ὁ Γύγης ἢ Γύας καὶ ὁ Κόττος, τέκνα Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, Ἀπολλόδ. 1. 1, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à cent mains, à cent bras.<br />'''Étymologie:''' [[ἑκατόν]], [[χείρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hundred-handed, of Briareus, Il.1.402.
German (Pape)
[Seite 752] ὁ, dasselbe, Briareus, Il. 1, 402.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκατόγχειρος: -ον, ἔχων ἑκατὸν χεῖρας· ἐπὶ τοῦ Βριάρεω, Ἰλ. Α. 402: - ἑκατόγχειρ, ὁ, ἡ, Πλουτ. Μάρκελλ. 17, κτλ. Ἑκατόγχειρες ἦσαν ὁ Βριάρεως, ὁ Γύγης ἢ Γύας καὶ ὁ Κόττος, τέκνα Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γῆς, Ἀπολλόδ. 1. 1, 1.