ἐκφόριον: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκφόριον''': τό, ὅ,τι ἡ γῆ παράγει, καρπός, προοίμ. Ἀριστ. π. Φυτ. 2, [[Πολυδ]]. Α΄, 237. ΙΙ. πληρωμὴ γινομένη [[ἀναλόγως]] τῆς παραγωγῆς, τῶν προϊόντων, [[ἔγγειος]] [[φόρος]], [[δεκάτη]], ἐκφόρια τοῦ καρποῦ Ἡρόδ. 4. 198, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 1, 6˙ πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 30.
|lstext='''ἐκφόριον''': τό, ὅ,τι ἡ γῆ παράγει, καρπός, προοίμ. Ἀριστ. π. Φυτ. 2, [[Πολυδ]]. Α΄, 237. ΙΙ. πληρωμὴ γινομένη [[ἀναλόγως]] τῆς παραγωγῆς, τῶν προϊόντων, [[ἔγγειος]] [[φόρος]], [[δεκάτη]], ἐκφόρια τοῦ καρποῦ Ἡρόδ. 4. 198, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 1, 6˙ πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 30.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />impôt sur les productions du sol, impôt foncier.<br />'''Étymologie:''' [[ἔκφορος]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφόριον Medium diacritics: ἐκφόριον Low diacritics: εκφόριον Capitals: ΕΚΦΟΡΙΟΝ
Transliteration A: ekphórion Transliteration B: ekphorion Transliteration C: ekforion Beta Code: e)kfo/rion

English (LSJ)

τό,

   A that which the earth produces, Hdt.4.198 (pl.), LXX Le.25.19 (pl.), Milet.3.149 (ii B.C.), Poll.1.237.    II payment assessed on produce, = δεκάτη, Arist.Oec.1345b33; esp. rent paid in kind, ἐ. ἀπότακτον PAmh.2.87 (ii A.D.), cf. PTeb.377.23 (iii A.D.), OGI669.30, etc.

German (Pape)

[Seite 786] τό, das Hervorgebrachte, die Frucht, Poll. 1, 237; die Abgabe, der Zehent, τοῦ καρποῦ Her. 4, 198; Arist. oec. 2, 1; vgl. B. A. 247.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφόριον: τό, ὅ,τι ἡ γῆ παράγει, καρπός, προοίμ. Ἀριστ. π. Φυτ. 2, Πολυδ. Α΄, 237. ΙΙ. πληρωμὴ γινομένη ἀναλόγως τῆς παραγωγῆς, τῶν προϊόντων, ἔγγειος φόρος, δεκάτη, ἐκφόρια τοῦ καρποῦ Ἡρόδ. 4. 198, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 1, 6˙ πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 30.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
impôt sur les productions du sol, impôt foncier.
Étymologie: ἔκφορος.