ἐκπαιδεύω: Difference between revisions
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκπαιδεύω''': [[ἀνατρέφω]] ἐκ παιδικῆς ἡλικίας, Εὐρ. Κύκλ. 276· δίδω ἐντελῆ ἐκπαίδευσιν, [[ἐκπαιδεύω]], Πλάτ. Κρίτων 45D· πρβλ. [[ἐκπιδύομαι]]. ΙΙ. [[διδάσκω]] τινά τι, καὶ πάνθ’ ὅσα προσήκει... ἀκριβῶς ἐξεπαίδευσε Δίων Κ. 45. 2: [[ἀλλά]], ΙΙΙ. ἐκπ. τινί τι, ἐντυπώνω εἰς αὐτὸν διὰ τῆς διδασκαλίας, Λατ. ingenerare, Εὐρ. Ἀποσπ. 53. 5. | |lstext='''ἐκπαιδεύω''': [[ἀνατρέφω]] ἐκ παιδικῆς ἡλικίας, Εὐρ. Κύκλ. 276· δίδω ἐντελῆ ἐκπαίδευσιν, [[ἐκπαιδεύω]], Πλάτ. Κρίτων 45D· πρβλ. [[ἐκπιδύομαι]]. ΙΙ. [[διδάσκω]] τινά τι, καὶ πάνθ’ ὅσα προσήκει... ἀκριβῶς ἐξεπαίδευσε Δίων Κ. 45. 2: [[ἀλλά]], ΙΙΙ. ἐκπ. τινί τι, ἐντυπώνω εἰς αὐτὸν διὰ τῆς διδασκαλίας, Λατ. ingenerare, Εὐρ. Ἀποσπ. 53. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=élever dès l’enfance ; élever complètement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[παιδεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
A bring up from childhood, ib.276 ; train thoroughly, ἐκθρέψαι καὶ ἐ. Pl.Cri. 45d, Luc.Alex.5. II teach one a thing, τινά τι J.Ap.2.29, D.C. 45.2 ; but, III ἐ. τινί τι impress on one by education, E.Fr.52.5 (lyr., s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 771] auf-, großziehen, Eur. Cycl. 276; übh. erziehen, unterrichten, καὶ ἐκθρέψαι Plat. Crit. 45, d; τινά τι, Einen in Etwas, D. C. 45, 2; aber τινί τι, Einem Etwas anbilden, Eur. Alex. fr. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπαιδεύω: ἀνατρέφω ἐκ παιδικῆς ἡλικίας, Εὐρ. Κύκλ. 276· δίδω ἐντελῆ ἐκπαίδευσιν, ἐκπαιδεύω, Πλάτ. Κρίτων 45D· πρβλ. ἐκπιδύομαι. ΙΙ. διδάσκω τινά τι, καὶ πάνθ’ ὅσα προσήκει... ἀκριβῶς ἐξεπαίδευσε Δίων Κ. 45. 2: ἀλλά, ΙΙΙ. ἐκπ. τινί τι, ἐντυπώνω εἰς αὐτὸν διὰ τῆς διδασκαλίας, Λατ. ingenerare, Εὐρ. Ἀποσπ. 53. 5.
French (Bailly abrégé)
élever dès l’enfance ; élever complètement.
Étymologie: ἐκ, παιδεύω.