κολῳάω: Difference between revisions
From LSJ
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κολῳάω''': (κολῳὸς) [[ἐρίζω]] μεγαλοφώνως, «μαλλώνω», ποιῶ θόρυβον, [[ὀνειδίζω]], Ἰλ. Β. 212˙ Ἰων. κολῳέω, Ἀντίμαχος παρ’ Εὐσταθ. 205, 6. (Διάφορον τοῦ [[κολοιάω]]). | |lstext='''κολῳάω''': (κολῳὸς) [[ἐρίζω]] μεγαλοφώνως, «μαλλώνω», ποιῶ θόρυβον, [[ὀνειδίζω]], Ἰλ. Β. 212˙ Ἰων. κολῳέω, Ἀντίμαχος παρ’ Εὐσταθ. 205, 6. (Διάφορον τοῦ [[κολοιάω]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῳῶ;<br />pousser un cri rauque.<br />'''Étymologie:''' [[κολοιός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
(κολῳός)
A brawl, scold, Il.2.212; Ion. κολῳέω Antim.37.
German (Pape)
[Seite 1476] lärmen, schelten, Il. 2, 212, vom Thersites; s. Buttmann Lexil. I p. 158 ff. – Vgl. κολῳός u. κολοιάω.
Greek (Liddell-Scott)
κολῳάω: (κολῳὸς) ἐρίζω μεγαλοφώνως, «μαλλώνω», ποιῶ θόρυβον, ὀνειδίζω, Ἰλ. Β. 212˙ Ἰων. κολῳέω, Ἀντίμαχος παρ’ Εὐσταθ. 205, 6. (Διάφορον τοῦ κολοιάω).
French (Bailly abrégé)
-ῳῶ;
pousser un cri rauque.
Étymologie: κολοιός.