ἐνδέω: Difference between revisions

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνδέω''': (Α): μέλλ. -δήσω, δένω τι ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, ἐν δ᾿ ὑπέρας τε κάλους τε πόδας τ᾿ ἐνέδησεν ἐν αὐτῇ Ὀδ. Ε. 260 εἴς τι Πλάτ. Τίμ. 43Α· συχνότερ., τί τινι Ἀριστοφ. Ἀχ. 929, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., ἐνεδήσατο δεσμῷ Θεόκρ. 24. 27· συκοφάντην ἔξαγε [[ὥσπερ]] κέραμον ἐνδησάμενος, περιδέσας, ἐντυλίξας, περικαλύψας, Ἀριστ. Ἀχ. 905. - Παθ., ἱρὰ ἐνδεδεμένα ἐν καλάμῃ Ἡρόδ. 4. 33· ἐνδεθῆναι εἰς [[σῶμα]] ἢ ἐν τῷ σώματι Πλάτ. Φαίδ. 81Ε, 92Α· ἐνδεδεμένα ἄστρα, ἀπλανεῖς ἀστέρες, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 8, 7. ΙΙ. μεταφ., Ζεύς με... ἄτῃ ἐνέδησε βαρείῃ, μὲ περιέπλεξεν εἰς βαρεῖαν ἄτην, Ἰλ. Β. 111, Ι. 18· τὸ [[χωρίον]] τοῦτο τοῦ Ὁμήρου ἐμιμήθη ὁ Σοφοκλῆς ἐν Οἰδ. ἐπὶ Κολωνῷ (526): κακᾷ μ᾿ εὐνᾷ [[πόλις]] οὐδὲν ἴδριν γάμων ἐνέδησεν ἄτᾳ· [[οὕτως]], ἀναγκαίῃ ἐνδεῖν τινα Ἡρόδ. 1. 11. - Παθ., ἐνδεδέσθαι ὁρκίοις ὁ αὐτ. 3. 19· ἀναγκαίῃ ὁ αὐτὸς 9. 16· ἐνδεδεμένος εἰς πίστιν τινί, χάριτί τινος Πολύβ. 6. 17, 8., 20. 11, 10· κατὰ τὰς οὐσίας ἐνδεδεμένους εἰς πολλὰ τῶν βιωτικῶν συναλλαγμάτων, χρεωμένους, ὁ αὐτὸς 13. 1, 3· νομίσας βεβαίως ἐνδεδέσθαι τὴν Σικελιωτῶν [[ἀρχήν]], ὅτι ἦτο ἐξησφαλισμένη, ὁ αὐτὸς 9. 23, 2: - Μέσ., ὅρκοις ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον πόσιν, συνδέσασα αὐτὸν πρὸς ἐμὲ δι᾿ ὅρκων, Εὐρ. Μήδ. 163· Ἴβηρας εἰς τὴν αὐτῶν πίστιν καὶ φιλίαν ἐνεδήσατο Πολύβ. 10. 34, 1.
|lstext='''ἐνδέω''': (Α): μέλλ. -δήσω, δένω τι ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, ἐν δ᾿ ὑπέρας τε κάλους τε πόδας τ᾿ ἐνέδησεν ἐν αὐτῇ Ὀδ. Ε. 260 εἴς τι Πλάτ. Τίμ. 43Α· συχνότερ., τί τινι Ἀριστοφ. Ἀχ. 929, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., ἐνεδήσατο δεσμῷ Θεόκρ. 24. 27· συκοφάντην ἔξαγε [[ὥσπερ]] κέραμον ἐνδησάμενος, περιδέσας, ἐντυλίξας, περικαλύψας, Ἀριστ. Ἀχ. 905. - Παθ., ἱρὰ ἐνδεδεμένα ἐν καλάμῃ Ἡρόδ. 4. 33· ἐνδεθῆναι εἰς [[σῶμα]] ἢ ἐν τῷ σώματι Πλάτ. Φαίδ. 81Ε, 92Α· ἐνδεδεμένα ἄστρα, ἀπλανεῖς ἀστέρες, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 8, 7. ΙΙ. μεταφ., Ζεύς με... ἄτῃ ἐνέδησε βαρείῃ, μὲ περιέπλεξεν εἰς βαρεῖαν ἄτην, Ἰλ. Β. 111, Ι. 18· τὸ [[χωρίον]] τοῦτο τοῦ Ὁμήρου ἐμιμήθη ὁ Σοφοκλῆς ἐν Οἰδ. ἐπὶ Κολωνῷ (526): κακᾷ μ᾿ εὐνᾷ [[πόλις]] οὐδὲν ἴδριν γάμων ἐνέδησεν ἄτᾳ· [[οὕτως]], ἀναγκαίῃ ἐνδεῖν τινα Ἡρόδ. 1. 11. - Παθ., ἐνδεδέσθαι ὁρκίοις ὁ αὐτ. 3. 19· ἀναγκαίῃ ὁ αὐτὸς 9. 16· ἐνδεδεμένος εἰς πίστιν τινί, χάριτί τινος Πολύβ. 6. 17, 8., 20. 11, 10· κατὰ τὰς οὐσίας ἐνδεδεμένους εἰς πολλὰ τῶν βιωτικῶν συναλλαγμάτων, χρεωμένους, ὁ αὐτὸς 13. 1, 3· νομίσας βεβαίως ἐνδεδέσθαι τὴν Σικελιωτῶν [[ἀρχήν]], ὅτι ἦτο ἐξησφαλισμένη, ὁ αὐτὸς 9. 23, 2: - Μέσ., ὅρκοις ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον πόσιν, συνδέσασα αὐτὸν πρὸς ἐμὲ δι᾿ ὅρκων, Εὐρ. Μήδ. 163· Ἴβηρας εἰς τὴν αὐτῶν πίστιν καὶ φιλίαν ἐνεδήσατο Πολύβ. 10. 34, 1.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br /><i>f.</i> ἐνδήσω;<br />attacher dans, lier dans <i>ou</i> à : [[τι]] ἔν τινι, [[τί]] τινι attacher une chose à une autre ; <i>fig.</i> τινι, [[εἴς]] [[τι]], ἔν τινι lier, attacher, assujettir à qch (à une nécessité, à des lois, à un serment, <i>etc.</i>) ; <i>Pass.</i> ἐνδεδέσθαι ὁρκίοις HDT être lié par des serments;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνδέομαι-οῦμαι;<br /><b>1</b> enfermer dans un lien, attacher ; assujettir, fixer solidement;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> attacher à soi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δέω]]¹.<br /><span class="bld">2</span><i>f.</i> ἐνδεήσω;<br /><b>1</b> manquer, être en moins;<br /><b>2</b> avoir besoin, manquer de, gén. ; • <i>impers.</i> [[ἐνδεῖ]] besoin est, on a besoin, il y a insuffisance de, on manque de, gén. : πολλῶν ἐνέδει [[αὐτῷ]] XÉN il manquait de beaucoup de choses;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνδέομαι (<i>f.</i> ἐνδεήσομαι, <i>ao.</i> ἐνεδεήθην) manquer de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δέω]]².
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδέω Medium diacritics: ἐνδέω Low diacritics: ενδέω Capitals: ΕΝΔΕΩ
Transliteration A: endéō Transliteration B: endeō Transliteration C: endeo Beta Code: e)nde/w

English (LSJ)

(A), fut. -δήσω (v. infr.),

   A bind in, on or to, τι ἔν τινι Od.5.260; εἰς σῶμα Pl.Ti.43a, cf. Dsc.3.83; more freq. τί τινι Ar.Ach. 929, etc.; ὅσα κατέρρωγεν τοῦ τείχους ἐνδήσει θράνοις IG22.463:— Med., ἐνεδήσατο δεσμῷ bound them fast, Theoc.24.27; ὥσπερ κέραμον ἐνδησάμενος having packed it up, Ar.Ach.905; πλίνθους εἰς ἄσφαλτον ἐνδησαμένη D.S.2.7:—Pass., ἱρὰ ἐνδεδεμένα ἐν καλάμῃ Hdt.4.33; ἐνδεθῆναι εἰς σῶμα, ἐν τῷ σώματι, Pl.Phd.81e,92a; ἄστρα ἐνδεδεμένα τοῖς κύκλοις fixed stars, Arist.Cael.289b33; also οὐρανὸς [ἀστράσιν] ἐνδέδεται AP9.25 (Leon.); Αἰγαῖον ὕδωρ Κυκλάδας ἐνδέδεται App.Anth.3.82.6 (Archim.).    II metaph., Ζεύς με . . ἄτῃ ἐνέδησε βαρείῃ entangled me in it, Il.2.111, cf. S.OC526 (lyr.); ἀναγκαίῃ ἐνδέειν τινά Hdt.1.11:—Pass., ἐνδεδέσθαι ὁρκίοισι Id.3.19; ἀναγκαίῃ Id.9.16; ἐνδεδεμένος εἰς τὴν πίστιν τῆς συγκλήτου Plb.6.17.8; τῇ Χάριτι Id.20. 11.10; ἐ. κατὰ τὰς οὐσίας, i.e. in debt, Id.13.1.3; ἐνδεδέσθαι τὴν ἀρχήν to have the government secured, Id.9.23.2:—Med., bind to oneself, ὅρκοις τὸν πόσιν E.Med.162; τινὰ εἰς τὴν τῶν Ῥωμαίων Φιλίαν Plb. 10.34.1.    III Pass., to be possessed by an evil spirit, J.AJ8.2.5.
ἐνδέω (B), fut.

   A -δεήσω Hdt.7.18, etc.:—fall short, c. inf., τίνος ἐνδέομεν μὴ οὐ Χωρεῖν; what do we lack of going? E.Tr.797, cf. IA41 (anap.); ὅσου ἐνδέουσιν . . τὰ αὐτὰ ἔχειν how much they fall short of being indentical, Pl.Cra.432d; ἕως γ' ἂν μηδὲν ἐνδέῃ τοῦ ποιμενικὴ εἶναι Id.R.345d, cf. 529d, Phd.74d:—also in Med., to be in want of, lack, δριμύτητος ἐνδεῖται Id.Plt.311a, cf. X.Cyr.2.2.26, etc.:—so in aor. Pass., στρωμάτων ἐνδεηθέντες ib.6.2.30.    2 to be wanting or lacking, ποίεε . . ὅκως τῶν σῶν ἐνδεήσει μηδέν that nothing may be wanting on your part, Hdt.l.c.; ὁ σταθμὸς ἐνδεῖ App.Mith.47: c. dat., ἐνδεῖ τι τῷ ἔργῳ Luc.Tyr.10; οὐδὲν ὑμῖν ἐνδεήσει Hdn.2.5.8; ἐ. ταῖς παραγγελίαις to be deficient for... App.BC1.21; ἐς βάθος τῷ ἀριθμῷ ἐνδέον Arr.Tact.16.12; τὸ ἐνδέον the deficiency, POxy.1117.8 (ii A. D.).    3 impers., ἐνδεῖ there is need or want, c. gen. rei, τοῦ ἴσου ἡμῖν ἐνδεῖ πρὸς τὸ εἰδέναι Pl.Euthd.292e; πολλῶν ἐνέδει αὐτῷ ὥστε .. he had need of, was wanting in much, X.An.7.1.41; ἅπαντος ἐνδεῖ τοῦ πόρου there is a deficiency of all revenue, D.1.19; ἐνδεῖ κωπῶν IG 2.789a6.

German (Pape)

[Seite 833] (s. δέω, δεῖ), dürftig, mangelhaft sein, er mangeln; ὅσον ἐνδέουσιν αἱ εἰκόνες ταὐτὰ ἔχει; ἐκείνοις, ὧν εἰκόνες εἰσίν, wie viel fehlt ihnen daß sie, Plat. Crat. 432 d; τὴν μουσικὴν ἔφαμει ἐνδεῖν καθαρότητος Phil. 62 c. Ggstz περιεῖναι Rep. III, 416 e; τίνος ἐνδέομεν μὴ οὐ χωρεῖ; Eur. Tr. 792, was fehlt uns noch? ἐνδεῖν τι τῷ ἔργῳ φησί Luc. Tyrann. 10; auch impers., es fehl Einem an Etwas, τινί τινος, z. B. τοῦ ἴσου ἡμῖ; ἐνδεῖ Plat. Euthyd. 292 e; πολλῶν ἐνέδει αὐτῷ Xen. An. 7, 1, 41; Folgde. Stärker als προσδεῖ Dem. 1, 19; τί ὑμῖν ὑπάρχει ἢ τίνος ἐνδεῖ Xen. Cyr. 4, 3, 8. – Med., entbehren, Mange leiden; δριμύτητος Plat. Polit. 311 a; στρωμά των ἐνδεηθέντες Xen. Cyr. 6, 2, 30; die Folgdn absol., Plut. Arist. 25; auch von Sachen, οἶκος ἐν δεόμενος οἰκετῶν Xen. Cyr. 2, 2, 26. (s. δέω), ein-, anbinden, festbinden, woran Od. 5, 260; übertr., Ζεὺς ἐνέδησέ με ἄτῃ, Z. fesselte mich an das Unheil, daß ich nicht wieder davon loskommen konnte, Il. 2, 111. 9, 18, wie Soph. O. C. 530; ähnl. ἀναγκαίῃ ἐνδεῖν Her. 1, 11; pass. 9, 16; auch ὁρκίοις ἐνδεδέσθαι, 3, 19; bei Eur auch im med., ὅρκοις ἐνδησαμένα πόσιν Med 162, an sich fesseln; μοχλοῖσιν ἐνδήσαντες Ar. Vesp. 113; τὸν τοῦ Κύρου δασμὸν εἰς τὸν νόμον Plat. Legg. III, 695 d; ψυχῆς περιόδους ἐς σῶμα Tim. 43 a, vgl. Phaed. 81 e; ἐν τῷ σώματι ἐνδεθῆναι 92 a; Folgde; ἐνδεδεμένος τῇ χάριτί τινος, Jemand zu Dank verpflichtet, Pol. 20, 11, 10; εἰς τὴν πίστιν 6, 17, 8; εἰς πολλὰ συναλλάγματα, verschuldet, 13, 1, 3. Auch ἐνδέδεμαι μανίαις, Ep. ad. 10 (XII, 88), von rasender Liebe – ἐνδεδεμένοι ἀστέρες, Fixsterne, Arist. coel. 28. – Im med., Eur. u. A.; συκοφάντην ἔξαγε ὥσπερ κέραμον ἐνδησάμενος Ar. Ach. 905; δε σμῷ Theocr. 24, 27; Sp.; ἃς (νήσους) ἐνδέδετα Αἰγαῖον ὕδωρ Archimel. 1 (App. 15); πλίνθους εἰς ἄσφαλτον D. Sic. 2, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδέω: (Α): μέλλ. -δήσω, δένω τι ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, ἐν δ᾿ ὑπέρας τε κάλους τε πόδας τ᾿ ἐνέδησεν ἐν αὐτῇ Ὀδ. Ε. 260 εἴς τι Πλάτ. Τίμ. 43Α· συχνότερ., τί τινι Ἀριστοφ. Ἀχ. 929, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ., ἐνεδήσατο δεσμῷ Θεόκρ. 24. 27· συκοφάντην ἔξαγε ὥσπερ κέραμον ἐνδησάμενος, περιδέσας, ἐντυλίξας, περικαλύψας, Ἀριστ. Ἀχ. 905. - Παθ., ἱρὰ ἐνδεδεμένα ἐν καλάμῃ Ἡρόδ. 4. 33· ἐνδεθῆναι εἰς σῶμα ἢ ἐν τῷ σώματι Πλάτ. Φαίδ. 81Ε, 92Α· ἐνδεδεμένα ἄστρα, ἀπλανεῖς ἀστέρες, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 8, 7. ΙΙ. μεταφ., Ζεύς με... ἄτῃ ἐνέδησε βαρείῃ, μὲ περιέπλεξεν εἰς βαρεῖαν ἄτην, Ἰλ. Β. 111, Ι. 18· τὸ χωρίον τοῦτο τοῦ Ὁμήρου ἐμιμήθη ὁ Σοφοκλῆς ἐν Οἰδ. ἐπὶ Κολωνῷ (526): κακᾷ μ᾿ εὐνᾷ πόλις οὐδὲν ἴδριν γάμων ἐνέδησεν ἄτᾳ· οὕτως, ἀναγκαίῃ ἐνδεῖν τινα Ἡρόδ. 1. 11. - Παθ., ἐνδεδέσθαι ὁρκίοις ὁ αὐτ. 3. 19· ἀναγκαίῃ ὁ αὐτὸς 9. 16· ἐνδεδεμένος εἰς πίστιν τινί, χάριτί τινος Πολύβ. 6. 17, 8., 20. 11, 10· κατὰ τὰς οὐσίας ἐνδεδεμένους εἰς πολλὰ τῶν βιωτικῶν συναλλαγμάτων, χρεωμένους, ὁ αὐτὸς 13. 1, 3· νομίσας βεβαίως ἐνδεδέσθαι τὴν Σικελιωτῶν ἀρχήν, ὅτι ἦτο ἐξησφαλισμένη, ὁ αὐτὸς 9. 23, 2: - Μέσ., ὅρκοις ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον πόσιν, συνδέσασα αὐτὸν πρὸς ἐμὲ δι᾿ ὅρκων, Εὐρ. Μήδ. 163· Ἴβηρας εἰς τὴν αὐτῶν πίστιν καὶ φιλίαν ἐνεδήσατο Πολύβ. 10. 34, 1.

French (Bailly abrégé)

1-ῶ :
f. ἐνδήσω;
attacher dans, lier dans ou à : τι ἔν τινι, τί τινι attacher une chose à une autre ; fig. τινι, εἴς τι, ἔν τινι lier, attacher, assujettir à qch (à une nécessité, à des lois, à un serment, etc.) ; Pass. ἐνδεδέσθαι ὁρκίοις HDT être lié par des serments;
Moy. ἐνδέομαι-οῦμαι;
1 enfermer dans un lien, attacher ; assujettir, fixer solidement;
2 fig. attacher à soi.
Étymologie: ἐν, δέω¹.
2f. ἐνδεήσω;
1 manquer, être en moins;
2 avoir besoin, manquer de, gén. ; • impers. ἐνδεῖ besoin est, on a besoin, il y a insuffisance de, on manque de, gén. : πολλῶν ἐνέδει αὐτῷ XÉN il manquait de beaucoup de choses;
Moy. ἐνδέομαι (f. ἐνδεήσομαι, ao. ἐνεδεήθην) manquer de, gén..
Étymologie: ἐν, δέω².