ὄρχις: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄρχις''': -ιος καὶ -εως, ὁ, Ἀττ. ὀνομαστ. πληθ. ὄρχεις, Ἰων. ὄρχιες, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀρχῖδι», πληθ. ἀρχίδια», Ἡρόδ. 4. 109, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, κτλ.· πρβλ. [[ὄσχις]]. ΙΙ. [[φυτόν]] τι οὕτω καλούμενον ἐκ τοῦ σχήματος τῶν ῥιζῶν [[αὐτοῦ]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 3, Διοσκ. 3. 141. ΙΙΙ. [[ὄρχις]], ἡ, [[εἶδος]] ἐλαίας, Columella· ἴδε [[ὀρχάς]].
|lstext='''ὄρχις''': -ιος καὶ -εως, ὁ, Ἀττ. ὀνομαστ. πληθ. ὄρχεις, Ἰων. ὄρχιες, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀρχῖδι», πληθ. ἀρχίδια», Ἡρόδ. 4. 109, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, κτλ.· πρβλ. [[ὄσχις]]. ΙΙ. [[φυτόν]] τι οὕτω καλούμενον ἐκ τοῦ σχήματος τῶν ῥιζῶν [[αὐτοῦ]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 3, Διοσκ. 3. 141. ΙΙΙ. [[ὄρχις]], ἡ, [[εἶδος]] ἐλαίας, Columella· ἴδε [[ὀρχάς]].
}}
{{bailly
|btext=ιος, <i>att.</i> –εως (ὁ) ; <i>plur.</i> -ιες, <i>att.</i> -εις;<br />testicule.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>arm.</i> orjik.
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄρχις Medium diacritics: ὄρχις Low diacritics: όρχις Capitals: ΟΡΧΙΣ
Transliteration A: órchis Transliteration B: orchis Transliteration C: orchis Beta Code: o)/rxis

English (LSJ)

ιος and εως, ὁ, Att. nom. pl. ὄρχεις, Ion. ὄρχιες,

   A testicle, freq. in pl., testicles, Hdt.4.109, Hp.Aër.4, Eub.63.4 (anap.), etc. ; cf. ὄσχις.    2 in females, ovaries, Gal.2.810, al.    II plant so called from the form of its root, salep, Orchis papilionacea, and O. longicruris, Thphr. HP9.18.3, Dsc.3.126.    III ὄρχις, ἡ, a kind of olive, Colum.5.8; cf. ὀρχάς (B). (Cf. Avest. arazi 'testicles'.)

German (Pape)

[Seite 390] ιος u. εως, ὁ, plur. att. οἱ ὄρχεις, Soph. frg. 549, Ar. Nubb. 702 u. öfter, ion. ὄρχιες, – 1) die Hode, Her. 4, 109 u. Sp. – 2) eine Pflanze mit hodenförmigen Wurzelknollen, Theophr. u. Diosc. – Auch eine Olivenart, vgl. ὀρχάς.

Greek (Liddell-Scott)

ὄρχις: -ιος καὶ -εως, ὁ, Ἀττ. ὀνομαστ. πληθ. ὄρχεις, Ἰων. ὄρχιες, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀρχῖδι», πληθ. ἀρχίδια», Ἡρόδ. 4. 109, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, κτλ.· πρβλ. ὄσχις. ΙΙ. φυτόν τι οὕτω καλούμενον ἐκ τοῦ σχήματος τῶν ῥιζῶν αὐτοῦ, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 3, Διοσκ. 3. 141. ΙΙΙ. ὄρχις, ἡ, εἶδος ἐλαίας, Columella· ἴδε ὀρχάς.

French (Bailly abrégé)

ιος, att. –εως (ὁ) ; plur. -ιες, att. -εις;
testicule.
Étymologie: DELG arm. orjik.