σύμμορος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύμμορος''': -ον, ὡς τὸ [[συντελής]], ἡνωμένος ἐπὶ σκοπῷ φορολογίας, Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς, ἐπὶ τῶν ἐλασσόνων πολιτειῶν τῆς Βοιωτίας, Θουκ. 4. 93, πρβλ. Arnold 76.
|lstext='''σύμμορος''': -ον, ὡς τὸ [[συντελής]], ἡνωμένος ἐπὶ σκοπῷ φορολογίας, Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς, ἐπὶ τῶν ἐλασσόνων πολιτειῶν τῆς Βοιωτίας, Θουκ. 4. 93, πρβλ. Arnold 76.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />associé, confédéré.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μείρομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμορος Medium diacritics: σύμμορος Low diacritics: σύμμορος Capitals: ΣΥΜΜΟΡΟΣ
Transliteration A: sýmmoros Transliteration B: symmoros Transliteration C: symmoros Beta Code: su/mmoros

English (LSJ)

ον,

   A united in the same μόρα, Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς Th.4.93.

German (Pape)

[Seite 983] wie συντελής, mit zu Abgaben verpflichtet, Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς, und die ihnen unterthan waren, Thuc. 4, 93.

Greek (Liddell-Scott)

σύμμορος: -ον, ὡς τὸ συντελής, ἡνωμένος ἐπὶ σκοπῷ φορολογίας, Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς, ἐπὶ τῶν ἐλασσόνων πολιτειῶν τῆς Βοιωτίας, Θουκ. 4. 93, πρβλ. Arnold 76.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
associé, confédéré.
Étymologie: σύν, μείρομαι.