Κύθηρα: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Κύθηρα''': ῠ, τά, [[νῆσος]], τὰ νῦν [[Κύθηρα]] καὶ «Τσερίγο», κατὰ τὴν [[νότιον]] ἄκραν τῆς Λακωνικῆς, Ὅμ.· πρβλ. [[Κυθέρεια]]· ― Κυθηρόθεν, Ἐπίρρ., ἐκ Κυθήρων, Ἰλ. Ο. 438· ποιητ. Κυθέρηθεν (ἀντὶ Κυθη-), Ἑρμησιάναξ 69· ― ἐπίθετ. Κυθήριος, α, ον, Ἰλ., κτλ.· ἡ Κυθηρία (δηλ. γῆ), Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 7. | |lstext='''Κύθηρα''': ῠ, τά, [[νῆσος]], τὰ νῦν [[Κύθηρα]] καὶ «Τσερίγο», κατὰ τὴν [[νότιον]] ἄκραν τῆς Λακωνικῆς, Ὅμ.· πρβλ. [[Κυθέρεια]]· ― Κυθηρόθεν, Ἐπίρρ., ἐκ Κυθήρων, Ἰλ. Ο. 438· ποιητ. Κυθέρηθεν (ἀντὶ Κυθη-), Ἑρμησιάναξ 69· ― ἐπίθετ. Κυθήριος, α, ον, Ἰλ., κτλ.· ἡ Κυθηρία (δηλ. γῆ), Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων ([[τά]]) :<br />Cythère, <i>île et ville de Laconie</i>.<br />'''Étymologie:''' Babiniotis : topon. préhell. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], τά, Cythera, mod. Cerigo, Od.9.81, etc.: Κῠθηρόθεν, Adv.
A from Cythera, Il.15.438: poet. Κῠθέρηθεν (for Κυθη-), Hermesian. 7.69:—Adj. Κῠθήριος, α, ον, Il.10.268, etc.; ἡ Κυθηρία (sc. γῆ) X.HG4.8.7.
Greek (Liddell-Scott)
Κύθηρα: ῠ, τά, νῆσος, τὰ νῦν Κύθηρα καὶ «Τσερίγο», κατὰ τὴν νότιον ἄκραν τῆς Λακωνικῆς, Ὅμ.· πρβλ. Κυθέρεια· ― Κυθηρόθεν, Ἐπίρρ., ἐκ Κυθήρων, Ἰλ. Ο. 438· ποιητ. Κυθέρηθεν (ἀντὶ Κυθη-), Ἑρμησιάναξ 69· ― ἐπίθετ. Κυθήριος, α, ον, Ἰλ., κτλ.· ἡ Κυθηρία (δηλ. γῆ), Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 7.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
Cythère, île et ville de Laconie.
Étymologie: Babiniotis : topon. préhell.