γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
νότιον: τό, = σίκυς ἄγριος, Διοσκ. 4. 152 (154), ἐκ τῶν νόθων.
νότιον, τὸ (Α)το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία σίκυς ο άγριος.
νότιον: τό1 влага Xen.;2 море Hom.;3 южный ветер Arst.