νότιον
From LSJ
Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand
Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand
νότιον: τό, = σίκυς ἄγριος, Διοσκ. 4. 152 (154), ἐκ τῶν νόθων.
νότιον, τὸ (Α)
το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία σίκυς ο άγριος.
νότιον: τό
1 влага Xen.;
2 море Hom.;
3 южный ветер Arst.