ἔμβραχυ: Difference between revisions
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔμβρᾰχυ''': ἐπίρρ., ἐν συντόμω, ἐν ὀλίγοις, διὰ βραχέων, γενικῶς, κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ ὡς [[ἔπος]] εἰπεῖν, ἀλλ’ ὁ Hend. (ἐν Πλάτωνος Γοργίᾳ 457Α) παρατηρεῖ ὅτι [[μετὰ]] τὸ ὡς [[ἔπος]] εἰπεῖν ἀκολουθεῖ τὸ πάντες ἢ [[οὐδείς]], ἐνῷ τὸ [[ἔμβραχυ]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει μετ’ ἀναφορικῶν, π.χ. [[ὅστις]], [[ὅπου]], κτλ.˙ ἔδει παρέχειν ὅτι τις εὔξαιτ’ [[ἔμβραχυ]] Κρατῖνος ἐν «Ὥραις 11, πρβλ Ἀριστοφ. Σφ. 1120, Θεσμ. 390, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 365D, κ. ἀλλ.˙ ἴδε Κοβήτου V.LL. σ. 208. | |lstext='''ἔμβρᾰχυ''': ἐπίρρ., ἐν συντόμω, ἐν ὀλίγοις, διὰ βραχέων, γενικῶς, κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ ὡς [[ἔπος]] εἰπεῖν, ἀλλ’ ὁ Hend. (ἐν Πλάτωνος Γοργίᾳ 457Α) παρατηρεῖ ὅτι [[μετὰ]] τὸ ὡς [[ἔπος]] εἰπεῖν ἀκολουθεῖ τὸ πάντες ἢ [[οὐδείς]], ἐνῷ τὸ [[ἔμβραχυ]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει μετ’ ἀναφορικῶν, π.χ. [[ὅστις]], [[ὅπου]], κτλ.˙ ἔδει παρέχειν ὅτι τις εὔξαιτ’ [[ἔμβραχυ]] Κρατῖνος ἐν «Ὥραις 11, πρβλ Ἀριστοφ. Σφ. 1120, Θεσμ. 390, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 365D, κ. ἀλλ.˙ ἴδε Κοβήτου V.LL. σ. 208. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />en un mot, brièvement ; un peu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], βραχύ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A in brief, in fine, in Att. with relat. such as ὅστις, ὅπου, etc.; in sense, at all, soever, παρέχειν ὅ τι τις εὔξαιτ' ἔ. Cratin. 254, cf. Ar.V.1120, Th.390, Hyp.Fr.41, prob. in Lys.13.92, Is.9.11; ἐρώτα ἔ. ὅτι βούλει Pl.Hp.Mi.365d, al.; later without relat., in a word, D.Chr.36.31. II slightly, somewhat, ὑψηλότερον ἔ. Gal.18(2).410.
German (Pape)
[Seite 806] in Kurzem, um es kurz zu sagen, überhaupt; Ar. Vesp. 1120; ἔμβραχυ περὶ ὅτου ἂν βούληται, de quacunque re, Plat. Gorg. 457 a; ὅτου ἂν δέῃ ἔμβραχυ Theag. 127 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμβρᾰχυ: ἐπίρρ., ἐν συντόμω, ἐν ὀλίγοις, διὰ βραχέων, γενικῶς, κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ ὡς ἔπος εἰπεῖν, ἀλλ’ ὁ Hend. (ἐν Πλάτωνος Γοργίᾳ 457Α) παρατηρεῖ ὅτι μετὰ τὸ ὡς ἔπος εἰπεῖν ἀκολουθεῖ τὸ πάντες ἢ οὐδείς, ἐνῷ τὸ ἔμβραχυ εἶναι ἐν χρήσει μετ’ ἀναφορικῶν, π.χ. ὅστις, ὅπου, κτλ.˙ ἔδει παρέχειν ὅτι τις εὔξαιτ’ ἔμβραχυ Κρατῖνος ἐν «Ὥραις 11, πρβλ Ἀριστοφ. Σφ. 1120, Θεσμ. 390, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 365D, κ. ἀλλ.˙ ἴδε Κοβήτου V.LL. σ. 208.
French (Bailly abrégé)
adv.
en un mot, brièvement ; un peu.
Étymologie: ἐν, βραχύ.