ἐμπτύω: Difference between revisions
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπτύω''': [[πτύω]] εἰς, ἐς ποταμὸν Ἡρόδ. 1. 138. ΙΙ. [[πτύω]] [[ἐντός]] τινος, ἐνέπτυσεν εἰς αὐτὴν (τὴν λοπάδα) Ἀθήν. 345C· τινὶ εἴς τι, τῷ δὲ Φωκίωνι σιωπῇ βαδίζοντι τῶν ἐχθρῶν τις ἐνέπτυσεν ἀπαντήσας εἰς τὸ [[πρόσωπον]] Πλούτ. 2. 189Α, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κϛ΄, 67· εἴς τινα [[αὐτόθι]] κζ΄, 30· τινὶ Ἀριστ. Ἀποσπ. 271, κτλ.: - Μέσ., Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΚΕ΄, 9): - Παθ., ἐμπτύομαι, λοιδορηθῆναι... ἢ ἐμπτυσθῆναι Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 169. 36. | |lstext='''ἐμπτύω''': [[πτύω]] εἰς, ἐς ποταμὸν Ἡρόδ. 1. 138. ΙΙ. [[πτύω]] [[ἐντός]] τινος, ἐνέπτυσεν εἰς αὐτὴν (τὴν λοπάδα) Ἀθήν. 345C· τινὶ εἴς τι, τῷ δὲ Φωκίωνι σιωπῇ βαδίζοντι τῶν ἐχθρῶν τις ἐνέπτυσεν ἀπαντήσας εἰς τὸ [[πρόσωπον]] Πλούτ. 2. 189Α, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κϛ΄, 67· εἴς τινα [[αὐτόθι]] κζ΄, 30· τινὶ Ἀριστ. Ἀποσπ. 271, κτλ.: - Μέσ., Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΚΕ΄, 9): - Παθ., ἐμπτύομαι, λοιδορηθῆναι... ἢ ἐμπτυσθῆναι Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 169. 36. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> cracher dans;<br /><b>2</b> cracher sur : τινι [[εἰς]] τὸ [[πρόσωπον]] PLUT cracher au visage de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πτύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
A spit into, ἐς ποταμόν Hdt.1.138; εἰς στόμα ἑρπετοῦ Dsc.4.25. II spit upon, εἴς τι Ath. 8.345c; εἰς τὸ πρόσωπον PMagd.24.7 (iii B.C.), Plu.2.189a; ἐς τὸ πρόσωπόν τινος Herod.5.76, LXXNu.12.14, Ev.Matt.26.67; εἴς τινα Ev.Matt.27.30: c. dat., Arist.Fr.347, Ev.Marc.10.24, etc.:—Med., LXX De.25.9:—Pass., to be spat upon, Muson.Fr.10p.52H.
German (Pape)
[Seite 818] (s. πτύω), anspeien, hineinspucken; εἴς τι, Plut.; τινί, N. T u. a. Sp. – Pass., ἐμπτυσθῆναι, Huson. Stob. fl. 19, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπτύω: πτύω εἰς, ἐς ποταμὸν Ἡρόδ. 1. 138. ΙΙ. πτύω ἐντός τινος, ἐνέπτυσεν εἰς αὐτὴν (τὴν λοπάδα) Ἀθήν. 345C· τινὶ εἴς τι, τῷ δὲ Φωκίωνι σιωπῇ βαδίζοντι τῶν ἐχθρῶν τις ἐνέπτυσεν ἀπαντήσας εἰς τὸ πρόσωπον Πλούτ. 2. 189Α, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κϛ΄, 67· εἴς τινα αὐτόθι κζ΄, 30· τινὶ Ἀριστ. Ἀποσπ. 271, κτλ.: - Μέσ., Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΚΕ΄, 9): - Παθ., ἐμπτύομαι, λοιδορηθῆναι... ἢ ἐμπτυσθῆναι Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 169. 36.
French (Bailly abrégé)
1 cracher dans;
2 cracher sur : τινι εἰς τὸ πρόσωπον PLUT cracher au visage de qqn.
Étymologie: ἐν, πτύω.