3,274,313
edits
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνερευθής''': -ές, κοκκινωπός, [[ῥοδωπός]], τῷ χρώματι γενόμενος ἐνερευθὴς Πολύβ. 32. 9, 8· παρειῶν τὸ ἐνερευθὲς Λουκ. Εἰκ. 7. | |lstext='''ἐνερευθής''': -ές, κοκκινωπός, [[ῥοδωπός]], τῷ χρώματι γενόμενος ἐνερευθὴς Πολύβ. 32. 9, 8· παρειῶν τὸ ἐνερευθὲς Λουκ. Εἰκ. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />légèrement rouge ; τὸ ἐνερευθές LUC rougeur légère.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἔρευθος]]. | |||
}} | }} |