ἐνερευθής: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνερευθής''': -ές, κοκκινωπός, [[ῥοδωπός]], τῷ χρώματι γενόμενος ἐνερευθὴς Πολύβ. 32. 9, 8· παρειῶν τὸ ἐνερευθὲς Λουκ. Εἰκ. 7.
|lstext='''ἐνερευθής''': -ές, κοκκινωπός, [[ῥοδωπός]], τῷ χρώματι γενόμενος ἐνερευθὴς Πολύβ. 32. 9, 8· παρειῶν τὸ ἐνερευθὲς Λουκ. Εἰκ. 7.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />légèrement rouge ; τὸ ἐνερευθές LUC rougeur légère.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἔρευθος]].
}}
}}