ἐνεχυράζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνεχῠράζω''': μέλλ. -άσω, [[λαμβάνω]] [[ἐνέχυρον]] [[παρά]] τινος, [[μήτε]] ἐνεχυράσαι, [[μήτε]], κτλ., Νόμ. παρὰ Δημ. 518. 1, πρβλ. Πλάτ. Ἀξ. 367Β. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[λαμβάνω]] τι ὡς [[ἐνέχυρον]], καὶ διάκονον, εἴ τις ἐχρῆτο, ταύτην ἐνεχυράζειν Δημ. 762. 4, Αἰσχίν. 56. 42, Διον. Ἁλ. 6. 29· ἀπολ., Πολύβ. 6. 37, 8 ([[ἔνθα]] κακῶς κεῖται ἐνεχυριάζων): - Παθ., τὰ χρήματ’ ἐνεχυράζομαι, ἡ [[περιουσία]] μου καταλαμβάνεται ὡς [[ἐνέχυρον]], Ἀριστοφ. Νεφ. 241: - Μέσ. ὡς τὸ ἐνεργ., [[λαμβάνω]] τι ὡς [[ἐνέχυρον]], χἄτεροι τόκου ἐνχυράσασθαί φασιν, καὶ ἕτεροι λέγουσιν ὅτι θὰ κατάσχωσι τὴν περιουσίαν μου ὡς [[ἐνέχυρον]] τοῦ τόκου, [[αὐτόθι]] 35· μὴ ἐνεχυραζόμενον φέρειν ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 567.
|lstext='''ἐνεχῠράζω''': μέλλ. -άσω, [[λαμβάνω]] [[ἐνέχυρον]] [[παρά]] τινος, [[μήτε]] ἐνεχυράσαι, [[μήτε]], κτλ., Νόμ. παρὰ Δημ. 518. 1, πρβλ. Πλάτ. Ἀξ. 367Β. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[λαμβάνω]] τι ὡς [[ἐνέχυρον]], καὶ διάκονον, εἴ τις ἐχρῆτο, ταύτην ἐνεχυράζειν Δημ. 762. 4, Αἰσχίν. 56. 42, Διον. Ἁλ. 6. 29· ἀπολ., Πολύβ. 6. 37, 8 ([[ἔνθα]] κακῶς κεῖται ἐνεχυριάζων): - Παθ., τὰ χρήματ’ ἐνεχυράζομαι, ἡ [[περιουσία]] μου καταλαμβάνεται ὡς [[ἐνέχυρον]], Ἀριστοφ. Νεφ. 241: - Μέσ. ὡς τὸ ἐνεργ., [[λαμβάνω]] τι ὡς [[ἐνέχυρον]], χἄτεροι τόκου ἐνχυράσασθαί φασιν, καὶ ἕτεροι λέγουσιν ὅτι θὰ κατάσχωσι τὴν περιουσίαν μου ὡς [[ἐνέχυρον]] τοῦ τόκου, [[αὐτόθι]] 35· μὴ ἐνεχυραζόμενον φέρειν ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 567.
}}
{{bailly
|btext=prendre un gage ; <i>Pass.</i> ἐνεχυράζομαι τὰ χρήματα mes biens sont pris en gage;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνεχυράζομαι se faire donner un gage, une garantie, prendre un gage.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνέχυρον]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνεχῠράζω Medium diacritics: ἐνεχυράζω Low diacritics: ενεχυράζω Capitals: ΕΝΕΧΥΡΑΖΩ
Transliteration A: enechyrázō Transliteration B: enechyrazō Transliteration C: enechyrazo Beta Code: e)nexura/zw

English (LSJ)

fut.

   A -άσω D.47.79 (but -χυρῶ LXX De.24.17):—take a pledge from one, τινός Lexap.D.21.10: metaph., ἡ φύσις ἐ. τοῦ μὲν ὄψιν, τοῦ δὲ ἀκοήν Pl.Ax.367b.    2 c. acc. rei, take in pledge, D.24.197; ἐ. ὁ νόμος τὰς οὐσίας τῶν ὑπευθύνων Aeschin.3.21, cf. LXXDe. 24.6, al., D.H.6.29, PPetr.3pp.56,69: abs., Plb.6.37.8 (ἐνεχυριάζων codd.):—Pass., τὰ χρήματα ἐνεχυράζομαι I have my goods seized for debt, Ar.Nu.241:—Med., have security given one, take it for oneself, τόκου for interest, ib.35; seize as a pledge, Id.Ec.567.

German (Pape)

[Seite 839] von Einem ein Pfand zur Sicherheit nehmen; ἡ φύσις ἐνεχυράζει τοῦ μὲν ὄψιν, τοῦ δἑ ἀκοήν Plat. Ax. 367 b, sie nimmt als Pfand dem Einen sein Gesicht, dem Andern sein Gehör; τὰς οὐσίας τῶν ὑπευθύνων Aesch. 3, 21; übh. auspfänden, Dem. 21, 10 u. öfter; διάκονον 24, 179, als Pfand wegnehmen; Sp., wie LXX.; pass., ἐνεχυράζομαι τὰ χρήματα, ich werde ausgepfändet, mein Vermögen wird mir als Pfand weggenommen, Ar. Nubb. 241; – verpfänden, τὰς οἰκίας D. Hal. 6, 29. – Im med., sich von Einem ein Pfand geben lassen, ἐνεχυράσονται τόκου, für den Zins, Ar. Nubb. 35, vgl. Eccl. 567.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεχῠράζω: μέλλ. -άσω, λαμβάνω ἐνέχυρον παρά τινος, μήτε ἐνεχυράσαι, μήτε, κτλ., Νόμ. παρὰ Δημ. 518. 1, πρβλ. Πλάτ. Ἀξ. 367Β. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., λαμβάνω τι ὡς ἐνέχυρον, καὶ διάκονον, εἴ τις ἐχρῆτο, ταύτην ἐνεχυράζειν Δημ. 762. 4, Αἰσχίν. 56. 42, Διον. Ἁλ. 6. 29· ἀπολ., Πολύβ. 6. 37, 8 (ἔνθα κακῶς κεῖται ἐνεχυριάζων): - Παθ., τὰ χρήματ’ ἐνεχυράζομαι, ἡ περιουσία μου καταλαμβάνεται ὡς ἐνέχυρον, Ἀριστοφ. Νεφ. 241: - Μέσ. ὡς τὸ ἐνεργ., λαμβάνω τι ὡς ἐνέχυρον, χἄτεροι τόκου ἐνχυράσασθαί φασιν, καὶ ἕτεροι λέγουσιν ὅτι θὰ κατάσχωσι τὴν περιουσίαν μου ὡς ἐνέχυρον τοῦ τόκου, αὐτόθι 35· μὴ ἐνεχυραζόμενον φέρειν ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 567.

French (Bailly abrégé)

prendre un gage ; Pass. ἐνεχυράζομαι τὰ χρήματα mes biens sont pris en gage;
Moy. ἐνεχυράζομαι se faire donner un gage, une garantie, prendre un gage.
Étymologie: ἐνέχυρον.