Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐξαγώνιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαγώνιος''': -ον, ἔξω τοῦ ἀγῶνος, ἔξω τοῦ προκειμένου, «Αἰσχίνης δὲ κέχρηται τῇ λέξει ἐπὶ τῶν ἔξω τοῦ ἀγῶνος λεγομένων λόγων καὶ οὐ προσηκόντων εἰρῆσθαι» Α. Β. 260. 11· ἀλλὰ [[ταῦτα]] μὲν [[ἴσως]] ἐξαγώνια καὶ [[πόρρω]] τοῦ πράγματος Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 18, Ἀνάχαρσ. ἢ περὶ Γυμν. 19, πρβλ. τὴν λέξιν ἀγὼν Ι. 2. ΙΙ. ἀποκεκλεισμένος τοῦ ἀγῶνος, Φίλων 2. 60.
|lstext='''ἐξαγώνιος''': -ον, ἔξω τοῦ ἀγῶνος, ἔξω τοῦ προκειμένου, «Αἰσχίνης δὲ κέχρηται τῇ λέξει ἐπὶ τῶν ἔξω τοῦ ἀγῶνος λεγομένων λόγων καὶ οὐ προσηκόντων εἰρῆσθαι» Α. Β. 260. 11· ἀλλὰ [[ταῦτα]] μὲν [[ἴσως]] ἐξαγώνια καὶ [[πόρρω]] τοῦ πράγματος Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 18, Ἀνάχαρσ. ἢ περὶ Γυμν. 19, πρβλ. τὴν λέξιν ἀγὼν Ι. 2. ΙΙ. ἀποκεκλεισμένος τοῦ ἀγῶνος, Φίλων 2. 60.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne concerne pas la lutte <i>ou</i> le concours ; <i>en gén.</i> étranger au sujet.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀγών]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰγώνιος Medium diacritics: ἐξαγώνιος Low diacritics: εξαγώνιος Capitals: ΕΞΑΓΩΝΙΟΣ
Transliteration A: exagṓnios Transliteration B: exagōnios Transliteration C: eksagonios Beta Code: e)cagw/nios

English (LSJ)

ον, (ἀγών)

   A beside the mark, irrelevant, Aeschin. ap. AB 260; ἐ. καὶ πόρρω τοῦ σκοποῦ Luc.Anach.19; cf. ἀγών 1.2.    II excluded from competition, Ph.2.60; = ἔξω τοῦ ἀγῶνος ὤν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 862] nicht zum Kampf, nicht zur Sache gehörig, Aesch. in B. A. 260; Luc. ἢν μὴ ἐξαγώνια μηδὲ πόῤῥω τοῦ σκοποῦ τὰ λεγόμενα ᾖ, gymn. 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαγώνιος: -ον, ἔξω τοῦ ἀγῶνος, ἔξω τοῦ προκειμένου, «Αἰσχίνης δὲ κέχρηται τῇ λέξει ἐπὶ τῶν ἔξω τοῦ ἀγῶνος λεγομένων λόγων καὶ οὐ προσηκόντων εἰρῆσθαι» Α. Β. 260. 11· ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἴσως ἐξαγώνια καὶ πόρρω τοῦ πράγματος Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 18, Ἀνάχαρσ. ἢ περὶ Γυμν. 19, πρβλ. τὴν λέξιν ἀγὼν Ι. 2. ΙΙ. ἀποκεκλεισμένος τοῦ ἀγῶνος, Φίλων 2. 60.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne concerne pas la lutte ou le concours ; en gén. étranger au sujet.
Étymologie: ἐξ, ἀγών.