ἐξεπᾴδω: Difference between revisions

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξεπᾴδω''': μέλλ. -ᾴσομαι, [[καταπραΰνω]] δι’ ἐπῳδῶν, Πλάτ. Φαίδων 77Ε, Πλούτ. 2. 384Α: ― Παθ., ἀλλὰ νουθετούμενοι φίλων ἐπῳδαῖς ἐξεπᾴδονται φύσιν, καταπραΰνεται διὰ φιλικῶν νουθεσιῶν ἐν εἴδει ἐπῳδῆς γινομένων ἡ ἐν ὀργῇ διατελοῦσα ψυχικὴ αὐτῶν [[διάθεσις]], Σοφ. Ο. Κ. 1194.
|lstext='''ἐξεπᾴδω''': μέλλ. -ᾴσομαι, [[καταπραΰνω]] δι’ ἐπῳδῶν, Πλάτ. Φαίδων 77Ε, Πλούτ. 2. 384Α: ― Παθ., ἀλλὰ νουθετούμενοι φίλων ἐπῳδαῖς ἐξεπᾴδονται φύσιν, καταπραΰνεται διὰ φιλικῶν νουθεσιῶν ἐν εἴδει ἐπῳδῆς γινομένων ἡ ἐν ὀργῇ διατελοῦσα ψυχικὴ αὐτῶν [[διάθεσις]], Σοφ. Ο. Κ. 1194.
}}
{{bailly
|btext=apaiser par des enchantements, charmer ; <i>Pass.</i> se laisser calmer par des enchantements.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἐπᾴδω]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεπᾴδω Medium diacritics: ἐξεπᾴδω Low diacritics: εξεπάδω Capitals: ΕΞΕΠΑΔΩ
Transliteration A: exepā́idō Transliteration B: exepadō Transliteration C: eksepado Beta Code: e)cepa/|dw

English (LSJ)

   A charm away, Pl.Phd.77e, Plu.2.384a:—Pass., ἐξεπᾴδεσθαι φύσιν to be charmed out of their nature, S.OC1194.

German (Pape)

[Seite 877] durch Zaubergesänge beschwichtigen, heilen, Plat. Phaed. 77 e. – Pass., sich beschwichtigen lassen, Soph. O. C. 1194.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεπᾴδω: μέλλ. -ᾴσομαι, καταπραΰνω δι’ ἐπῳδῶν, Πλάτ. Φαίδων 77Ε, Πλούτ. 2. 384Α: ― Παθ., ἀλλὰ νουθετούμενοι φίλων ἐπῳδαῖς ἐξεπᾴδονται φύσιν, καταπραΰνεται διὰ φιλικῶν νουθεσιῶν ἐν εἴδει ἐπῳδῆς γινομένων ἡ ἐν ὀργῇ διατελοῦσα ψυχικὴ αὐτῶν διάθεσις, Σοφ. Ο. Κ. 1194.

French (Bailly abrégé)

apaiser par des enchantements, charmer ; Pass. se laisser calmer par des enchantements.
Étymologie: ἐξ, ἐπᾴδω.