ἐξονομαίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξονομαίνω''': [[λέγω]] τὸ ὄνομά τινος, ὥς μοι καὶ τόνδ’ ἄνδρα... ἐξονομήνῃς, «ἐξ ὀνόματος εἴπῃς» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 166· αἴδετο γὰρ γάμον ἐξονομῆναι, ν’ ἀναφέρῃ περὶ τοῦ γάμου, νὰ εἴπῃ περὶ [[αὐτοῦ]] [[ὀνομαστί]], Ὀδ. Ζ. 66, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 252.
|lstext='''ἐξονομαίνω''': [[λέγω]] τὸ ὄνομά τινος, ὥς μοι καὶ τόνδ’ ἄνδρα... ἐξονομήνῃς, «ἐξ ὀνόματος εἴπῃς» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 166· αἴδετο γὰρ γάμον ἐξονομῆναι, ν’ ἀναφέρῃ περὶ τοῦ γάμου, νὰ εἴπῃ περὶ [[αὐτοῦ]] [[ὀνομαστί]], Ὀδ. Ζ. 66, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 252.
}}
{{bailly
|btext=appeler <i>ou</i> désigner par son nom.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὄνομα]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξονομαίνω Medium diacritics: ἐξονομαίνω Low diacritics: εξονομαίνω Capitals: ΕΞΟΝΟΜΑΙΝΩ
Transliteration A: exonomaínō Transliteration B: exonomainō Transliteration C: eksonomaino Beta Code: e)conomai/nw

English (LSJ)

   A name, speak of by name, ἄνδρα Il.3.166; αἴδετο . . γάμον ἐξονομῆναι name, tell it, Od.6.66, cf. h.Ven.252; τὸ πλῆθος τοῦ ἀργυρίου SIG527.122 (Crete, iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 886] bei Namen nennen, rufen; ἄνδρα Il. 3, 166; αἴδετο γάμον ἐξονομῆναι, sie schämte sich, die Hochzeit mit Namen zu nennen, Od. 6, 66; h. Ven. 253.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξονομαίνω: λέγω τὸ ὄνομά τινος, ὥς μοι καὶ τόνδ’ ἄνδρα... ἐξονομήνῃς, «ἐξ ὀνόματος εἴπῃς» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 166· αἴδετο γὰρ γάμον ἐξονομῆναι, ν’ ἀναφέρῃ περὶ τοῦ γάμου, νὰ εἴπῃ περὶ αὐτοῦ ὀνομαστί, Ὀδ. Ζ. 66, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 252.

French (Bailly abrégé)

appeler ou désigner par son nom.
Étymologie: ἐξ, ὄνομα.