ἐπεισκυκλέω: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεισκυκλέω''': ἐπικυλίω [[ἐντός]], [[ἐπεισάγω]], τὰ μηδὲν προσήκοντα ἐπεισκυκλοῦσιν Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 13· ἄλλ’ ἐπ’ ἄλλοις Λογγῖν. 22.4: - Παθ., εἰσκομίζομαι, εἰσάγομαι, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλ. 9, Φιλοψευδ. 29, ἴδε [[ἐπεισκληθῆναι]].
|lstext='''ἐπεισκυκλέω''': ἐπικυλίω [[ἐντός]], [[ἐπεισάγω]], τὰ μηδὲν προσήκοντα ἐπεισκυκλοῦσιν Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 13· ἄλλ’ ἐπ’ ἄλλοις Λογγῖν. 22.4: - Παθ., εἰσκομίζομαι, εἰσάγομαι, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλ. 9, Φιλοψευδ. 29, ἴδε [[ἐπεισκληθῆναι]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao. Pass.</i> ἐπεισεκυκλήθην;<br />faire rouler <i>ou</i> faire glisser l’un après l’autre dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσκυκλέω]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεισκυκλέω Medium diacritics: ἐπεισκυκλέω Low diacritics: επεισκυκλέω Capitals: ΕΠΕΙΣΚΥΚΛΕΩ
Transliteration A: epeiskykléō Transliteration B: epeiskykleō Transliteration C: epeiskykleo Beta Code: e)peiskukle/w

English (LSJ)

   A roll or bring in one upon another, 'pile up', τὰ μηδὲν προσήκοντα Luc.Hist.Conscr.13; ἀσάφειαν ἡμῖν τοσαύτην S.E.P.2.210; πλῆθος σημαινομένων Gal.8.575; ἄλλ' ἐπ' ἄλλοις Longin.22.4:—Pass., ἕτερα ἑτέροις -ούμενα Id.11.1; ὁ Ἄττις καὶ ὁ Κορύβας πόθεν ἡμῖν -ήθησαν; Luc.Deor.Conc.9, cf.Philops.29.

German (Pape)

[Seite 912] dazu hineinrollen, hineinbringen, Sext. Emp. Pyrrh. 2, 210; τὰ μηδὲν προσήκοντα Luc. quom. hist. conscr. 13; εἰσφέρειν von den Alten erkl.; πόθεν ἡμῖν εἰσεκυκλήθησαν, wie kamen sie zu uns herein, Deor. concil. 9, vgl. philops. 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεισκυκλέω: ἐπικυλίω ἐντός, ἐπεισάγω, τὰ μηδὲν προσήκοντα ἐπεισκυκλοῦσιν Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 13· ἄλλ’ ἐπ’ ἄλλοις Λογγῖν. 22.4: - Παθ., εἰσκομίζομαι, εἰσάγομαι, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλ. 9, Φιλοψευδ. 29, ἴδε ἐπεισκληθῆναι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. Pass. ἐπεισεκυκλήθην;
faire rouler ou faire glisser l’un après l’autre dans.
Étymologie: ἐπί, εἰσκυκλέω.