εὔβολος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔβολος''': -ον, (βάλλω) εὐκόλως ἐπιτυγχάνων [[βόλος]], εὐκόλως ἐπιτυγχάνον [[ῥίψιμον]] τοῦ κύβου, [[Μίδας]] ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος (τὸ δὲ [[Μίδας]] ἦν [[ὄνομα]] βόλου) Εὔβολος ἐν «Κυβευταῖς» 4, [[Πολυδ]]. Θ΄, 94, Σουΐδ. ἐν λ. [[Μίδας]]: - [[καθόλου]], [[εὐτυχής]], [[ἐπιτυχής]], «[[τυχηρός]]», [[ἄγρη]] Ὀππ. Ἁλ. 3. 71, Ἡλιόδ. 5. 18. - Ἐπίρρ., ἦν γάρ εὐβόλως ἔχων, ἦτο [[εὐτυχής]], διετέλει ἐν εὐτυχίᾳ, Αἰσχύλ. Χο. 696 ([[οὕτως]] ὁ Pors. ἀντὶ εὐβούλως).
|lstext='''εὔβολος''': -ον, (βάλλω) εὐκόλως ἐπιτυγχάνων [[βόλος]], εὐκόλως ἐπιτυγχάνον [[ῥίψιμον]] τοῦ κύβου, [[Μίδας]] ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος (τὸ δὲ [[Μίδας]] ἦν [[ὄνομα]] βόλου) Εὔβολος ἐν «Κυβευταῖς» 4, [[Πολυδ]]. Θ΄, 94, Σουΐδ. ἐν λ. [[Μίδας]]: - [[καθόλου]], [[εὐτυχής]], [[ἐπιτυχής]], «[[τυχηρός]]», [[ἄγρη]] Ὀππ. Ἁλ. 3. 71, Ἡλιόδ. 5. 18. - Ἐπίρρ., ἦν γάρ εὐβόλως ἔχων, ἦτο [[εὐτυχής]], διετέλει ἐν εὐτυχίᾳ, Αἰσχύλ. Χο. 696 ([[οὕτως]] ὁ Pors. ἀντὶ εὐβούλως).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui jette (les dés) adroitement;<br /><b>2</b> qui réussit, heureux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[βάλλω]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔβολος Medium diacritics: εὔβολος Low diacritics: εύβολος Capitals: ΕΥΒΟΛΟΣ
Transliteration A: eúbolos Transliteration B: eubolos Transliteration C: eyvolos Beta Code: eu)/bolos

English (LSJ)

ον,

   A throwing luckily (with the dice), Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος Eub.58, cf. Poll.9.94, Suid. s.v. Μίδας: generally, lucky, ἄγρη Opp. H.3.71, Hld.5.18. Adv., ἦν γὰρ -λως ἔχων he was in luck, cj. Pors. for εὐβούλως, A.Ch.696: Comp., πεσσοὶ -ώτερον πίπτοντες Aristaenet. 1.23.

German (Pape)

[Seite 1058] gut werfend, treffend, Hel. 5, 18; – ἄγρη, eine glückliche Jagd, Opp. H. 3, 71; auch vom Brettspiel, πεσσοὶ εὐβολώτερον πίπτοντες Aristaen. 1, 23, die glücklicher fallen; vgl. Poll. 9, 94.

Greek (Liddell-Scott)

εὔβολος: -ον, (βάλλω) εὐκόλως ἐπιτυγχάνων βόλος, εὐκόλως ἐπιτυγχάνον ῥίψιμον τοῦ κύβου, Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος (τὸ δὲ Μίδας ἦν ὄνομα βόλου) Εὔβολος ἐν «Κυβευταῖς» 4, Πολυδ. Θ΄, 94, Σουΐδ. ἐν λ. Μίδας: - καθόλου, εὐτυχής, ἐπιτυχής, «τυχηρός», ἄγρη Ὀππ. Ἁλ. 3. 71, Ἡλιόδ. 5. 18. - Ἐπίρρ., ἦν γάρ εὐβόλως ἔχων, ἦτο εὐτυχής, διετέλει ἐν εὐτυχίᾳ, Αἰσχύλ. Χο. 696 (οὕτως ὁ Pors. ἀντὶ εὐβούλως).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui jette (les dés) adroitement;
2 qui réussit, heureux.
Étymologie: εὖ, βάλλω.