εὐερνής: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐερνής''': -ές, ([[ἔρνος]]) [[καλῶς]] βλαστάνων, θάλλων, Εὐρ. Ι. Τ. 1100· ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων, [[καλῶς]] ηὐξημένος, [[εὔσωμος]], [[Ποσειδώνιος]] παρὰ Στράβ. 103, πρβλ. 502, Ἀνθ. Π. παράρτ. 257. 10· ἐπὶ χώρας, πλουσία εἰς φυτά, [[εὔβοτος]] καὶ εὐερνὴς Στράβ. 477. Ἡσύχ.
|lstext='''εὐερνής''': -ές, ([[ἔρνος]]) [[καλῶς]] βλαστάνων, θάλλων, Εὐρ. Ι. Τ. 1100· ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων, [[καλῶς]] ηὐξημένος, [[εὔσωμος]], [[Ποσειδώνιος]] παρὰ Στράβ. 103, πρβλ. 502, Ἀνθ. Π. παράρτ. 257. 10· ἐπὶ χώρας, πλουσία εἰς φυτά, [[εὔβοτος]] καὶ εὐερνὴς Στράβ. 477. Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui pousse bien ; grand, élancé;<br /><b>2</b> où les plantes poussent bien, couvert d’une riche végétation.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἔρνος]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐερνής Medium diacritics: εὐερνής Low diacritics: ευερνής Capitals: ΕΥΕΡΝΗΣ
Transliteration A: euernḗs Transliteration B: euernēs Transliteration C: evernis Beta Code: eu)ernh/s

English (LSJ)

ές, (ἔρνος)

   A sprouting well, flourishing, δάφνα E.IT1100 (lyr.); of a kind of Cassia, Dsc.1.13; δένδρον-έστατον Ph.1.629; of men and animals, well-grown, Posidon.Fr.28 J. (Comp.), Str.11.4.3, Epigr.Gr.314.10 (Smyrna): Comp. -έστερα, νήπια Gal.17(1).826; of countries, rich in plants, εὔβοτος καὶ εὐ. Str.16.1.24.

German (Pape)

[Seite 1066] ές, gut wachsend, blühend; δάφνη Eur. I. A. 1100; δένδρον Ael. H. A. 8, 26, u. so a. gp.; auch vom Lande, καὶ εὔβοτος Strab. XVI, 747, der es auch vom Vieh gebraucht, gut gedeihend, XI, 502, u. von Menschen, schön gewachsen, schlank, II, 103.

Greek (Liddell-Scott)

εὐερνής: -ές, (ἔρνος) καλῶς βλαστάνων, θάλλων, Εὐρ. Ι. Τ. 1100· ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων, καλῶς ηὐξημένος, εὔσωμος, Ποσειδώνιος παρὰ Στράβ. 103, πρβλ. 502, Ἀνθ. Π. παράρτ. 257. 10· ἐπὶ χώρας, πλουσία εἰς φυτά, εὔβοτος καὶ εὐερνὴς Στράβ. 477. Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui pousse bien ; grand, élancé;
2 où les plantes poussent bien, couvert d’une riche végétation.
Étymologie: εὖ, ἔρνος.