ἐπιχείρησις: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιχείρησις''': -εως, ἡ, τὸ ἐπιχειρεῖν τι [[ἐναντίον]] τινός, [[ἐπίθεσις]], Ἡρόδ. 1. 11, Θουκ. 2. 11., 4. 130· τὴν ἐπ. μὴ συντάχυνε Ἡρόδ. 3. 71· ἐκφέρειν τὴν ἐπ. ὁ αὐτ. 8. 132· ἐπ. ποιεῖσθαί τινος, ἐπιχειρεῖν τι, Θουκ. 1. 70 ὑμετέρα ἐπ., [[ἐπιχείρησις]] [[ἐναντίον]] ὑμῶν, ἀυτόθι 33· ἡ ἐπ. τοῦ σῶσαι Πλάτ. Ἀλκ. 1. 115B, πρβλ. Νόμ. 631A. ΙΙ. διαλεκτικὸς συλλογισμὸς (ἴδε [[ἐπιχείρημα]]), Ἀριστ. Τοπ. 2. 4, 6., 6. 1. 3, πρβλ. Πολύβ. 12. 8, 4, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 1. 8.
|lstext='''ἐπιχείρησις''': -εως, ἡ, τὸ ἐπιχειρεῖν τι [[ἐναντίον]] τινός, [[ἐπίθεσις]], Ἡρόδ. 1. 11, Θουκ. 2. 11., 4. 130· τὴν ἐπ. μὴ συντάχυνε Ἡρόδ. 3. 71· ἐκφέρειν τὴν ἐπ. ὁ αὐτ. 8. 132· ἐπ. ποιεῖσθαί τινος, ἐπιχειρεῖν τι, Θουκ. 1. 70 ὑμετέρα ἐπ., [[ἐπιχείρησις]] [[ἐναντίον]] ὑμῶν, ἀυτόθι 33· ἡ ἐπ. τοῦ σῶσαι Πλάτ. Ἀλκ. 1. 115B, πρβλ. Νόμ. 631A. ΙΙ. διαλεκτικὸς συλλογισμὸς (ἴδε [[ἐπιχείρημα]]), Ἀριστ. Τοπ. 2. 4, 6., 6. 1. 3, πρβλ. Πολύβ. 12. 8, 4, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 1. 8.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />entreprise, <i>particul.</i> entreprise militaire, attaque.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχειρέω]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχείρησις Medium diacritics: ἐπιχείρησις Low diacritics: επιχείρησις Capitals: ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΣ
Transliteration A: epicheírēsis Transliteration B: epicheirēsis Transliteration C: epicheirisis Beta Code: e)pixei/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A an attempt upon, attack, Hdt.1.11, Th.2.11(pl.), 4.130 ; ἡ ἐ. τινος ἐπί τινας Act.Ap.12.1 cod. D ; τὴν ἐ. μὴ συντάχυνε the attempt, Hdt.3.71 ; ἐκφέρειν τὴν ἐ. Id.8.132 ; ἐ. ποιεῖσθαί τινος attempt a thing, Th.1.70 ; ἡ ὑμετέρα ἐ. the attempt upon you, ib.33 ; ἡ ἐ. τοῦ σῶσαι Pl.Alc.1.115b, cf. Lg. 631a.    II dialectical reasoning (cf. ἐπιχείρημα II), Arist.Top.111b16, al.; τὴν ἐ. ποιεῖσθαι κατὰ τὸν εἰκότα λόγον Plb.12.7.4, cf. Phld.Sign. 29 (pl.), D.H.Amm.1.8, Plu.2.698a, S.E.P.2.192 (pl.); τὰ ἐφ' ἑκάτερα τὴν ἐ. δεχόμενα things capable of proof or disproof, Hermog. Prog.5.

German (Pape)

[Seite 1003] ἡ, das Unternehmen, Beginnen, dem ὁρμή entsprechend, Her. 1, 11. 3, 71; Verschwörung, 7, 132; Angriff, ἡ ὑμετέρα, auf euch, Thuc. 1, 33 u. öfter; λόγου Plat. Ep. VIII, 352 e Soph. 239 c u. sonst; ἐπιχείρησιν διδόναι εἴς τι, Veranlassung zu Etwas geben, Plut. Mar. 1;, – die Art u. Weise, einen Gegenstand zu behandeln, Rhett.; – die Schlußfolgerung, Plut. u. a.Sp.; Beweisführung, Pol. 12, 8, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχείρησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπιχειρεῖν τι ἐναντίον τινός, ἐπίθεσις, Ἡρόδ. 1. 11, Θουκ. 2. 11., 4. 130· τὴν ἐπ. μὴ συντάχυνε Ἡρόδ. 3. 71· ἐκφέρειν τὴν ἐπ. ὁ αὐτ. 8. 132· ἐπ. ποιεῖσθαί τινος, ἐπιχειρεῖν τι, Θουκ. 1. 70 ὑμετέρα ἐπ., ἐπιχείρησις ἐναντίον ὑμῶν, ἀυτόθι 33· ἡ ἐπ. τοῦ σῶσαι Πλάτ. Ἀλκ. 1. 115B, πρβλ. Νόμ. 631A. ΙΙ. διαλεκτικὸς συλλογισμὸς (ἴδε ἐπιχείρημα), Ἀριστ. Τοπ. 2. 4, 6., 6. 1. 3, πρβλ. Πολύβ. 12. 8, 4, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 1. 8.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
entreprise, particul. entreprise militaire, attaque.
Étymologie: ἐπιχειρέω.