εὐκάματος: Difference between revisions

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐκάμᾰτος''': -ον, [[εὔκολος]], [[κόπος]], [[εὔκολος]], πόνον ἡδὺν κάματόν τ’ εὐκάματον Εὐρ. Βάκχ. 66· εὐκ. ἔργα, [[καλῶς]] εἰργασμένα ἔργα, Ἀνθ. Π. 1. 10· εὐκ. [[στέφανος]], [[στέφανος]] κτηθεὶς δι’ εὐγενῶν ἀγώνων, Ἀνθ. Πλαν. 4. 335.
|lstext='''εὐκάμᾰτος''': -ον, [[εὔκολος]], [[κόπος]], [[εὔκολος]], πόνον ἡδὺν κάματόν τ’ εὐκάματον Εὐρ. Βάκχ. 66· εὐκ. ἔργα, [[καλῶς]] εἰργασμένα ἔργα, Ἀνθ. Π. 1. 10· εὐκ. [[στέφανος]], [[στέφανος]] κτηθεὶς δι’ εὐγενῶν ἀγώνων, Ἀνθ. Πλαν. 4. 335.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aisé, d’un travail facile.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κάματος]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκάμᾰτος Medium diacritics: εὐκάματος Low diacritics: ευκάματος Capitals: ΕΥΚΑΜΑΤΟΣ
Transliteration A: eukámatos Transliteration B: eukamatos Transliteration C: efkamatos Beta Code: eu)ka/matos

English (LSJ)

[κᾰ], ον,

   A of easy labour, easy, κάματος E.Ba.66 (lyr.).    2 εὐ. στέφανοι crowns won by noble toils, APl.4.335.    3 easily enduring fatigue, Philostr. Gym.42.    4 laborious, ἄγρη Nonn.D.5.483; caused by toil, ἱδρῶτες Id.25.28.

German (Pape)

[Seite 1073] κάματος, gute leichte Arbeit, Eur. Bacch. 66; ἔργα, gute Thaten, Epigr. (I, 10); στέφανοι, durch gute Anstrengung erworben, Epigr. in athl. stat. 1 (Plan. 335), u. öfter bei sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκάμᾰτος: -ον, εὔκολος, κόπος, εὔκολος, πόνον ἡδὺν κάματόν τ’ εὐκάματον Εὐρ. Βάκχ. 66· εὐκ. ἔργα, καλῶς εἰργασμένα ἔργα, Ἀνθ. Π. 1. 10· εὐκ. στέφανος, στέφανος κτηθεὶς δι’ εὐγενῶν ἀγώνων, Ἀνθ. Πλαν. 4. 335.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aisé, d’un travail facile.
Étymologie: εὖ, κάματος.