εὔστρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔστρεπτος''': Ἐπικ. ἐΰστρεπτος, ον, ([[στρέφω]]) [[καλῶς]] συνεστραμμένος, ἐπὶ [[σχοινίων]] ἢ λωρίων ἐκ δέρματος, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι Ὀδ. Β. 426, Ο. 291. ΙΙ. [[εὐκίνητος]], [[ἐλαφρός]], [[εὔστροφος]], πόδες Ἀνθ. Π. 9. 533.
|lstext='''εὔστρεπτος''': Ἐπικ. ἐΰστρεπτος, ον, ([[στρέφω]]) [[καλῶς]] συνεστραμμένος, ἐπὶ [[σχοινίων]] ἢ λωρίων ἐκ δέρματος, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι Ὀδ. Β. 426, Ο. 291. ΙΙ. [[εὐκίνητος]], [[ἐλαφρός]], [[εὔστροφος]], πόδες Ἀνθ. Π. 9. 533.
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰστρεπτος]];<br />ος, ον :<br />bien tordu, bien tourné.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στρέφω]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔστρεπτος Medium diacritics: εὔστρεπτος Low diacritics: εύστρεπτος Capitals: ΕΥΣΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: eústreptos Transliteration B: eustreptos Transliteration C: eystreptos Beta Code: eu)/streptos

English (LSJ)

Ep. ἐΰστρ-, ον,

   A well-twisted, of leathern ropes, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι Od.2.426.    II well-plied, nimble, πόδες AP9.533; πρόσωπον turning hither and thither, Nonn.D.3.180.

German (Pape)

[Seite 1100] ep. ἐΰστρεπτος, wohlgedreht, βοεῖς, Riemen, Od. 2, 426. 15, 291; κάλως Orph. Arg. 237; βρόχοι Opp. Cvn. 3, 258; πόδες, gewandt, Ep. ad. (IX, 533).

Greek (Liddell-Scott)

εὔστρεπτος: Ἐπικ. ἐΰστρεπτος, ον, (στρέφω) καλῶς συνεστραμμένος, ἐπὶ σχοινίων ἢ λωρίων ἐκ δέρματος, ἐϋστρέπτοισι βοεῦσι Ὀδ. Β. 426, Ο. 291. ΙΙ. εὐκίνητος, ἐλαφρός, εὔστροφος, πόδες Ἀνθ. Π. 9. 533.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐΰστρεπτος;
ος, ον :
bien tordu, bien tourné.
Étymologie: εὖ, στρέφω.