εὐσυνάλλακτος: Difference between revisions
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐσυνάλλακτος''': -ον, [[εὐπροσήγορος]], [[ὁμιλητικός]], Πλούτ. 2, 42Ε. - Ἐπίρρ. τως, ἐντίμως, Ἑβδ. (Παροιμιογρ. ΚΕ΄, 10). - Καθ᾿ Ἡσύχ. καὶ Φώτ. «εὐσυναλλάκτως· εὐμεταδότως». - εὐσυναλλαξία, ἡ, «[[ἕξις]] ἐν συναλλαγαῖς φυλάττουσα τὸ δίκαιον», Ἀνδρόνικ. περὶ Παθῶν σ. 751. | |lstext='''εὐσυνάλλακτος''': -ον, [[εὐπροσήγορος]], [[ὁμιλητικός]], Πλούτ. 2, 42Ε. - Ἐπίρρ. τως, ἐντίμως, Ἑβδ. (Παροιμιογρ. ΚΕ΄, 10). - Καθ᾿ Ἡσύχ. καὶ Φώτ. «εὐσυναλλάκτως· εὐμεταδότως». - εὐσυναλλαξία, ἡ, «[[ἕξις]] ἐν συναλλαγαῖς φυλάττουσα τὸ δίκαιον», Ἀνδρόνικ. περὶ Παθῶν σ. 751. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />d’un commerce facile, qui se prête à, [[πρός]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[συναλλάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A easy to deal with, πρὸς ἀκρόασιν Plu.2.42f, cf. Ptol.Tetr.165, Vett.Val.116.32. Adv. -τως LXX Pr.25.10.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσυνάλλακτος: -ον, εὐπροσήγορος, ὁμιλητικός, Πλούτ. 2, 42Ε. - Ἐπίρρ. τως, ἐντίμως, Ἑβδ. (Παροιμιογρ. ΚΕ΄, 10). - Καθ᾿ Ἡσύχ. καὶ Φώτ. «εὐσυναλλάκτως· εὐμεταδότως». - εὐσυναλλαξία, ἡ, «ἕξις ἐν συναλλαγαῖς φυλάττουσα τὸ δίκαιον», Ἀνδρόνικ. περὶ Παθῶν σ. 751.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’un commerce facile, qui se prête à, πρός et l’acc..
Étymologie: εὖ, συναλλάσσω.