εὐρώς: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐρώς''': -ῶτος, ὁ, «μοῦχλα», [[ὑγρασία]] [[μετὰ]] σήψεως, [[σηπεδών]], [[φθορά]], Λατ. situs, squalor, Θέογν. 452, Σιμωνίδ. 5. 4, Βακχυλ. Ἀποσπ. 4 13. 11 (ἔκδ. Blass), Εὐρ. Ἴων 1393, Πλάτ. Τίμ. 84Β, πρβλ. [[μάλιστα]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5, 4, 5 κἑξ· [[εὐρώς]] ψυχῆς Πλούτ. 2. 48C· ἴδε [[εὐρώεις]].
|lstext='''εὐρώς''': -ῶτος, ὁ, «μοῦχλα», [[ὑγρασία]] [[μετὰ]] σήψεως, [[σηπεδών]], [[φθορά]], Λατ. situs, squalor, Θέογν. 452, Σιμωνίδ. 5. 4, Βακχυλ. Ἀποσπ. 4 13. 11 (ἔκδ. Blass), Εὐρ. Ἴων 1393, Πλάτ. Τίμ. 84Β, πρβλ. [[μάλιστα]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5, 4, 5 κἑξ· [[εὐρώς]] ψυχῆς Πλούτ. 2. 48C· ἴδε [[εὐρώεις]].
}}
{{bailly
|btext=ῶτος (ἡ) :<br />moisissure ; saleté, pourriture causée par l’humidité.<br />'''Étymologie:''' cf. [[εὐρώεις]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρώς Medium diacritics: εὐρώς Low diacritics: ευρώς Capitals: ΕΥΡΩΣ
Transliteration A: eurṓs Transliteration B: eurōs Transliteration C: evros Beta Code: eu)rw/s

English (LSJ)

ῶτος, ὁ,

   A mould, dank decay, Thgn.452, Simon.4.4, B.Fr.3.8, E.Ion1393, Pl.Ti.84b, Arist.GA784b10, Theoc.4.28, Call.Fr.313, Ph.2.461; εὐρὼς ψυχῆς Plu.2.48c; εὐρῶτι γήρως τὰς τρίχας βεβαμμένος Com.Adesp.53 D.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρώς: -ῶτος, ὁ, «μοῦχλα», ὑγρασία μετὰ σήψεως, σηπεδών, φθορά, Λατ. situs, squalor, Θέογν. 452, Σιμωνίδ. 5. 4, Βακχυλ. Ἀποσπ. 4 13. 11 (ἔκδ. Blass), Εὐρ. Ἴων 1393, Πλάτ. Τίμ. 84Β, πρβλ. μάλιστα, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5, 4, 5 κἑξ· εὐρώς ψυχῆς Πλούτ. 2. 48C· ἴδε εὐρώεις.

French (Bailly abrégé)

ῶτος (ἡ) :
moisissure ; saleté, pourriture causée par l’humidité.
Étymologie: cf. εὐρώεις.