ζηλότυπος: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζηλότῠπος''': -ον, ([[τύπτω]]) ἔχων ζηλοτυπίαν, «ζηλιάρης», Ἀριστοφ. Πλ. 1016˙ ὀδύναι Ἀνθ. Π. 5. 152˙ ζ. ἔχειν [[πρός]] τινα Διογ. Λ. 2. 57. - Ἐπίρρ. -πως, Στράβ. 640. | |lstext='''ζηλότῠπος''': -ον, ([[τύπτω]]) ἔχων ζηλοτυπίαν, «ζηλιάρης», Ἀριστοφ. Πλ. 1016˙ ὀδύναι Ἀνθ. Π. 5. 152˙ ζ. ἔχειν [[πρός]] τινα Διογ. Λ. 2. 57. - Ἐπίρρ. -πως, Στράβ. 640. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />jaloux.<br />'''Étymologie:''' [[ζῆλος]], [[τύπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (τύπτω)
A jealous, Ar.Pl.1016, Men.Pk.409, J.AJ 5.8.2, etc.; title of mime by Herodas; ζ. ὀδύναι AP5.151 (Mel.); τὸ ζ. Phld.Hom.p.41 O. Adv. -πως Str.14.1.20; ζ. ἔχειν διὰ τὸν ἔρωτα J.BJ1.22.3; πρός τινα Aeschin.Socr.Oxy.1608.83: Sup. -ώτατα, διατεθῆναι πρός τινα Ael.VH12.16. 2 eager, πρὸς τὴν τῶν ἀρρένων συνουσίαν Ptol.Tetr.62.
German (Pape)
[Seite 1139] (von Nacheiferung geschlagen), eifersüchtig, Ar. Plut. 1016; ὀδύναι Mel. 90 (V, 152). – Adv., ζηλοτύπως ἔχειν πρὸς ἀλλήλους D. L. 2, 57.
Greek (Liddell-Scott)
ζηλότῠπος: -ον, (τύπτω) ἔχων ζηλοτυπίαν, «ζηλιάρης», Ἀριστοφ. Πλ. 1016˙ ὀδύναι Ἀνθ. Π. 5. 152˙ ζ. ἔχειν πρός τινα Διογ. Λ. 2. 57. - Ἐπίρρ. -πως, Στράβ. 640.