καινολογία: Difference between revisions
From LSJ
αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καινολογία''': ἡ, καινὸς [[τρόπος]] τοῦ λέγειν, [[ἀσυνήθης]], [[παράδοξος]] φρασιολογία, Πολύβ. 38. 1, 1, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. σ. 458· ― καινολόγος, ον, μεταχειριζόμενος [[νέας]] φράσεις, Εὐστ. 1801. 27. | |lstext='''καινολογία''': ἡ, καινὸς [[τρόπος]] τοῦ λέγειν, [[ἀσυνήθης]], [[παράδοξος]] φρασιολογία, Πολύβ. 38. 1, 1, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. σ. 458· ― καινολόγος, ον, μεταχειριζόμενος [[νέας]] φράσεις, Εὐστ. 1801. 27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />langage nouveau, nouvelle manière de s’exprimer.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[λόγος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A strange language or phraseology, Plb.38.9.2, D.H.Lys.3; telling of strange tales, κ. τίς ἐστιν ὁ μῦθος Str.1.2.8.
German (Pape)
[Seite 1294] ἡ, neue, ungewöhnliche Sprache oder Redensart, Pol. 38, 1 D. Hal. de Lys. 3, vgl. Plut. adv. St. 20.
Greek (Liddell-Scott)
καινολογία: ἡ, καινὸς τρόπος τοῦ λέγειν, ἀσυνήθης, παράδοξος φρασιολογία, Πολύβ. 38. 1, 1, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. σ. 458· ― καινολόγος, ον, μεταχειριζόμενος νέας φράσεις, Εὐστ. 1801. 27.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
langage nouveau, nouvelle manière de s’exprimer.
Étymologie: καινός, λόγος.