κάπριος: Difference between revisions
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
(6_15) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάπριος''': ὁ, ποιητ. ἀντὶ [[κάπριος]], [[ἀγριόχοιρος]], Ἰλ. Λ. 414, Μ. 42· [[ὡσαύτως]], σῦς [[κάπριος]] Λ. 293, Ρ. 282 (ἴδε ἐν λ. [[κάπρος]]). ΙΙ. ὡς ἐπίθ. [[κάπριος]], ον, = [[κάπρειος]], [[ὅμοιος]] πρὸς ἀγριόχοιρον, καπρίους ἔχειν τὰς πρῴρας Ἡρόδ. 3. 59. | |lstext='''κάπριος''': ὁ, ποιητ. ἀντὶ [[κάπριος]], [[ἀγριόχοιρος]], Ἰλ. Λ. 414, Μ. 42· [[ὡσαύτως]], σῦς [[κάπριος]] Λ. 293, Ρ. 282 (ἴδε ἐν λ. [[κάπρος]]). ΙΙ. ὡς ἐπίθ. [[κάπριος]], ον, = [[κάπρειος]], [[ὅμοιος]] πρὸς ἀγριόχοιρον, καπρίους ἔχειν τὰς πρῴρας Ἡρόδ. 3. 59. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> de la race du sanglier : [[σῦς]] [[κάπριος]], <i>ou subst.</i> ὁ [[κάπριος]], sanglier;<br /><b>2</b> de la forme d’un sanglier : πρῷραι HDT proues en forme de hure.<br />'''Étymologie:''' [[κάπρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, poet. for κάπρος,
A wild boar, Il.11.414, 12.42, A.R.1.126; σῦς κάπριος Il.11.293, 17.282. II Adj. κάπριος, ον, = κάπρειος, like a wild boar, καπρίους ἔχειν τὰς πρῴρας Hdt.3.59.
German (Pape)
[Seite 1324] ον, = κάπρειος; καὶ τῶν νηῶν καπρίους ἐχουσέων τὰς πρώρας, von der Gestalt eines Ebers, Her. 3, 59. ὁ, poet. = κάπρος, Il. 11, 414. 12, 42, σῦς κάπριος 11, 293. 17, 262.
Greek (Liddell-Scott)
κάπριος: ὁ, ποιητ. ἀντὶ κάπριος, ἀγριόχοιρος, Ἰλ. Λ. 414, Μ. 42· ὡσαύτως, σῦς κάπριος Λ. 293, Ρ. 282 (ἴδε ἐν λ. κάπρος). ΙΙ. ὡς ἐπίθ. κάπριος, ον, = κάπρειος, ὅμοιος πρὸς ἀγριόχοιρον, καπρίους ἔχειν τὰς πρῴρας Ἡρόδ. 3. 59.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 de la race du sanglier : σῦς κάπριος, ou subst. ὁ κάπριος, sanglier;
2 de la forme d’un sanglier : πρῷραι HDT proues en forme de hure.
Étymologie: κάπρος.