ἰσοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσοφόρος''': -ον, φέρων ἢ ἕλκων ἴσα βάρη, [[ἴσος]] κατὰ τὴν ἰσχὺν ἢ δύναμιν, βόες… ἥλικες, ἰσοφόροι Ὀδ. Σ. 373. ΙΙ. προπαροξ., [[ἰσοφόρος]], ἐπὶ ὀρχηστοῦ, ὁ κινούμενος κανονικῶς, [[ὁμαλῶς]], [[Πολυδ]]. Δ΄, 97.
|lstext='''ἰσοφόρος''': -ον, φέρων ἢ ἕλκων ἴσα βάρη, [[ἴσος]] κατὰ τὴν ἰσχὺν ἢ δύναμιν, βόες… ἥλικες, ἰσοφόροι Ὀδ. Σ. 373. ΙΙ. προπαροξ., [[ἰσοφόρος]], ἐπὶ ὀρχηστοῦ, ὁ κινούμενος κανονικῶς, [[ὁμαλῶς]], [[Πολυδ]]. Δ΄, 97.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte une charge égale à sa force, <i>càd</i> fort, robuste.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[φέρω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοφόρος Medium diacritics: ἰσοφόρος Low diacritics: ισοφόρος Capitals: ΙΣΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: isophóros Transliteration B: isophoros Transliteration C: isoforos Beta Code: i)sofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bearing or drawing equal weights, equal in strength, βόες . . ἥλικες, ἰσοφόροι Od.18.373; τὰ σκέλη τοῖς ὤμοις -φόρα ἔχειν X.Smp.2.20.    II proparox., moving regularly, Poll.4.97.

German (Pape)

[Seite 1268] gleichtragend, gleich stark; βόες, die gleich ziehen, Od. 18, 373; – οἶνος, starker Wein, der eben so viel beigemischtes Wasser erträgt; – ἰσόφορος, sich gleichmäßig bewegend, ὀρχηστής Poll. 4, 97.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοφόρος: -ον, φέρων ἢ ἕλκων ἴσα βάρη, ἴσος κατὰ τὴν ἰσχὺν ἢ δύναμιν, βόες… ἥλικες, ἰσοφόροι Ὀδ. Σ. 373. ΙΙ. προπαροξ., ἰσοφόρος, ἐπὶ ὀρχηστοῦ, ὁ κινούμενος κανονικῶς, ὁμαλῶς, Πολυδ. Δ΄, 97.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte une charge égale à sa force, càd fort, robuste.
Étymologie: ἴσος, φέρω.