καμπύλοχος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καμπύλοχος''': -ον, ἔχων καμπύλους τροχούς, ἐπὶ το ἀρότρου, Ὀρφ. παρὰ Κλή. Ἀλ. 675, ἐν τέλ. (κατὰ Λοβ. ἀντὶ τῆς ἡμαρτημένης γραφῆς καμπυλόχρως). | |lstext='''καμπύλοχος''': -ον, ἔχων καμπύλους τροχούς, ἐπὶ το ἀρότρου, Ὀρφ. παρὰ Κλή. Ἀλ. 675, ἐν τέλ. (κατὰ Λοβ. ἀντὶ τῆς ἡμαρτημένης γραφῆς καμπυλόχρως). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[ῠ] ον,<br />aux roues arrondies, ORPH. (CLÉM. 675).<br />'''Étymologie:''' [[καμπύλος]], [[ὄχος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A with curved carriage, κερκίδες, i.e. ploughs, Orph.Fr.33.
German (Pape)
[Seite 1319] mit gekrümmten Rädern, Orph. bei Ol. Al. Str. V p. 675, nach Lob. em. für καμπυλόχρως.
Greek (Liddell-Scott)
καμπύλοχος: -ον, ἔχων καμπύλους τροχούς, ἐπὶ το ἀρότρου, Ὀρφ. παρὰ Κλή. Ἀλ. 675, ἐν τέλ. (κατὰ Λοβ. ἀντὶ τῆς ἡμαρτημένης γραφῆς καμπυλόχρως).
French (Bailly abrégé)
[ῠ] ον,
aux roues arrondies, ORPH. (CLÉM. 675).
Étymologie: καμπύλος, ὄχος.