κατάγνωσις: Difference between revisions

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάγνωσις''': -εως, ἡ, τὸ καταφρονεῖν τινα ἕνεκά τινος, αἰσθόμενοι δὲ αὐτοὺς οἱ Ἀθηναῖοι διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν παρασκευαζομένους, = διὰ τὸ καταγνῶναι σφῶν ἀσθένειαν παρασκ., Θουκ. 3. 16· [[μομφή]], [[κατηγορία]], [[κατάκρισις]], Πολύβ. 6. 6, 8. ΙΙ. [[κρίσις]] γινομένη κατά τινος, [[καταδίκη]], Θουκ. 3. 82, Δημ. 571. 15· τὴν κατάγνωσιν τοῦ θανάτου, τὴν εἰς θάνατον καταδίκην, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 1.
|lstext='''κατάγνωσις''': -εως, ἡ, τὸ καταφρονεῖν τινα ἕνεκά τινος, αἰσθόμενοι δὲ αὐτοὺς οἱ Ἀθηναῖοι διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν παρασκευαζομένους, = διὰ τὸ καταγνῶναι σφῶν ἀσθένειαν παρασκ., Θουκ. 3. 16· [[μομφή]], [[κατηγορία]], [[κατάκρισις]], Πολύβ. 6. 6, 8. ΙΙ. [[κρίσις]] γινομένη κατά τινος, [[καταδίκη]], Θουκ. 3. 82, Δημ. 571. 15· τὴν κατάγνωσιν τοῦ θανάτου, τὴν εἰς θάνατον καταδίκην, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 1.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> mauvaise opinion de;<br /><b>2</b> condamnation.<br />'''Étymologie:''' [[καταγιγνώσκω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάγνωσις Medium diacritics: κατάγνωσις Low diacritics: κατάγνωσις Capitals: ΚΑΤΑΓΝΩΣΙΣ
Transliteration A: katágnōsis Transliteration B: katagnōsis Transliteration C: katagnosis Beta Code: kata/gnwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A thinking ill of, low or contemptuous opinion of... κ. ἀσθενείας τινός Th.3.16; moral condemnation, blame, censure, Ephor.1 J., Plb.6.6.8, Phld.Vit.Herc.1457.9.    II judgement given against one, condemnation, Th.3.82, Arist.Ath.45.1 (pl.), D.21.175; τοῦ θανάτου to death, X.Mem.4.8.1.    III dereliction of duty, PFlor, 313.5 (v A.D.), POxy.140.17(vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1343] ἡ, Verurtheilung, Thuc. 2, 82; θανάτου, zum Tode, Xen. Mem. 4, 8, 1; Dem. 24, 63 im Gesetz; Mißbilligung, Geringschätzung, Thuc. 3, 16; καὶ προσκοπή Pol. 6, 6, 8.

Greek (Liddell-Scott)

κατάγνωσις: -εως, ἡ, τὸ καταφρονεῖν τινα ἕνεκά τινος, αἰσθόμενοι δὲ αὐτοὺς οἱ Ἀθηναῖοι διὰ κατάγνωσιν ἀσθενείας σφῶν παρασκευαζομένους, = διὰ τὸ καταγνῶναι σφῶν ἀσθένειαν παρασκ., Θουκ. 3. 16· μομφή, κατηγορία, κατάκρισις, Πολύβ. 6. 6, 8. ΙΙ. κρίσις γινομένη κατά τινος, καταδίκη, Θουκ. 3. 82, Δημ. 571. 15· τὴν κατάγνωσιν τοῦ θανάτου, τὴν εἰς θάνατον καταδίκην, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 1.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 mauvaise opinion de;
2 condamnation.
Étymologie: καταγιγνώσκω.