κατάτεχνος: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάτεχνος''': -ον, καθ’ ὑπερβολὴν [[τεχνικός]], [[λίαν]] [[ἔντεχνος]], [[κίνημα]] κατατεχνότατον Ἀνθ. Π. 5. 132· [[λόγος]] πανηγυρικὸς καὶ κ., τὸ πικρὸν καὶ κ. τῆς [[ἑαυτοῦ]] κατασκευῆς Πλουτ. 2. 78Β· τὰ κ. ποικίλα [[μέλη]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 920· ἀλλ’ ὁ Σουΐδ. ἐν λ. παρθενεῖα, ἀνεγίνωσκε, κακότεχνα· ἐπίθ. Καλλιμάχου τοῦ γλύπτου, Βιτρούβ. 4. 1, 10· ἀλλὰ πρβλ. [[κακιζότεχνος]].
|lstext='''κατάτεχνος''': -ον, καθ’ ὑπερβολὴν [[τεχνικός]], [[λίαν]] [[ἔντεχνος]], [[κίνημα]] κατατεχνότατον Ἀνθ. Π. 5. 132· [[λόγος]] πανηγυρικὸς καὶ κ., τὸ πικρὸν καὶ κ. τῆς [[ἑαυτοῦ]] κατασκευῆς Πλουτ. 2. 78Β· τὰ κ. ποικίλα [[μέλη]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 920· ἀλλ’ ὁ Σουΐδ. ἐν λ. παρθενεῖα, ἀνεγίνωσκε, κακότεχνα· ἐπίθ. Καλλιμάχου τοῦ γλύπτου, Βιτρούβ. 4. 1, 10· ἀλλὰ πρβλ. [[κακιζότεχνος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fait avec art, d’un art consommé.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τέχνη]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάτεχνος Medium diacritics: κατάτεχνος Low diacritics: κατάτεχνος Capitals: ΚΑΤΑΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: katátechnos Transliteration B: katatechnos Transliteration C: katatechnos Beta Code: kata/texnos

English (LSJ)

ον,

   A artificial, κίνημα (v.l. κακο-) AP5.131 (Phld., Sup.); τὸ κ. Plu.2.79b; epith. of Callimachus the sculptor, Vitr.4.1.10codd. (sed leg. κατατηξίτεχνος); cf. κακιζότεχνος.

German (Pape)

[Seite 1385] kunstvoll; κίνημα κατατεχνότατον Philodem. 21 (V, 132), verkünstelt; Ar. Av. 920; λόγος Plut. de prof. virt. p. 252.

Greek (Liddell-Scott)

κατάτεχνος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν τεχνικός, λίαν ἔντεχνος, κίνημα κατατεχνότατον Ἀνθ. Π. 5. 132· λόγος πανηγυρικὸς καὶ κ., τὸ πικρὸν καὶ κ. τῆς ἑαυτοῦ κατασκευῆς Πλουτ. 2. 78Β· τὰ κ. ποικίλα μέλη Ἀριστοφ. Ὄρν. 920· ἀλλ’ ὁ Σουΐδ. ἐν λ. παρθενεῖα, ἀνεγίνωσκε, κακότεχνα· ἐπίθ. Καλλιμάχου τοῦ γλύπτου, Βιτρούβ. 4. 1, 10· ἀλλὰ πρβλ. κακιζότεχνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait avec art, d’un art consommé.
Étymologie: κατά, τέχνη.