κέλωρ: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κέλωρ''': -ωρος, ὁ [[υἱός]], [[ἔγγονος]], ποιητ. λέξ. ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 1033, Λυκ. 495, κτλ.· ὁ δὲ Δινδ. θέλει τὴν διόρθωσιν: Ζηνὸς [[κέλωρ]]’ (ἀπαλειφομένου τοῦ Ἡρακλέους) ἐν Σοφ. Τρ. 854. ΙΙ. = [[φωνή]], βοή, Ἡσύχ.· [[ἐντεῦθεν]] κελωρύω, [[κραυγάζω]], βοῶ, ὁ αὐτ.·-«κελωρύσας, φωνήσας, βοήσας» Φώτ.
|lstext='''κέλωρ''': -ωρος, ὁ [[υἱός]], [[ἔγγονος]], ποιητ. λέξ. ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 1033, Λυκ. 495, κτλ.· ὁ δὲ Δινδ. θέλει τὴν διόρθωσιν: Ζηνὸς [[κέλωρ]]’ (ἀπαλειφομένου τοῦ Ἡρακλέους) ἐν Σοφ. Τρ. 854. ΙΙ. = [[φωνή]], βοή, Ἡσύχ.· [[ἐντεῦθεν]] κελωρύω, [[κραυγάζω]], βοῶ, ὁ αὐτ.·-«κελωρύσας, φωνήσας, βοήσας» Φώτ.
}}
{{bailly
|btext=ωρος (ὁ) :<br />fils, rejeton.<br />'''Étymologie:''' [[κέλομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέλωρ Medium diacritics: κέλωρ Low diacritics: κέλωρ Capitals: ΚΕΛΩΡ
Transliteration A: kélōr Transliteration B: kelōr Transliteration C: kelor Beta Code: ke/lwr

English (LSJ)

ωρος, ὁ,

   A son, poet. word in E.Andr.1033 (lyr.), Lyc.495, al., Puchstein Epigr.Gr.p.76, etc.    2 eunuch, Hsch.    II = φωνή, βοή Id., PMasp.151.249 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1416] ωρος, ὁ, der Sohn; Eur. Andr. 1033; Lycophr. 495 u. öfter. Nach Hesych. auch ἡ κ., = φωνή, vgl. Lob. Paral. p. 220.

Greek (Liddell-Scott)

κέλωρ: -ωρος, ὁ υἱός, ἔγγονος, ποιητ. λέξ. ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 1033, Λυκ. 495, κτλ.· ὁ δὲ Δινδ. θέλει τὴν διόρθωσιν: Ζηνὸς κέλωρ’ (ἀπαλειφομένου τοῦ Ἡρακλέους) ἐν Σοφ. Τρ. 854. ΙΙ. = φωνή, βοή, Ἡσύχ.· ἐντεῦθεν κελωρύω, κραυγάζω, βοῶ, ὁ αὐτ.·-«κελωρύσας, φωνήσας, βοήσας» Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ωρος (ὁ) :
fils, rejeton.
Étymologie: κέλομαι.