κρύφιος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρύφιος''': ῠ, α, ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Εὐρ. Ι. Τ. 1328, Θουκ. 7. 25· ― κεκρυμμένος, θυμὸς Πινδ. Π. 1. 162· [[ὄφις]] Σοφ. Φιλ. 1328. 2) [[λαθραῖος]], [[ἀπόκρυφος]], ὀαρισμοὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 791· [[λέχος]] Σοφ. Τρ. 360· εὐναὶ Εὐρ. Ἠλ. 720· ἔωρτες Μουσαῖ 1· ψᾶφοι Πινδ. Ν. 8. 44· κρ. εἰσῆλθον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 598 τὸ κρ. Διον. Ἀρεοπ. Ἐπίρρ. -ίως, Ψευδο-Λουκ. Φιλοπ. 9.
|lstext='''κρύφιος''': ῠ, α, ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Εὐρ. Ι. Τ. 1328, Θουκ. 7. 25· ― κεκρυμμένος, θυμὸς Πινδ. Π. 1. 162· [[ὄφις]] Σοφ. Φιλ. 1328. 2) [[λαθραῖος]], [[ἀπόκρυφος]], ὀαρισμοὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 791· [[λέχος]] Σοφ. Τρ. 360· εὐναὶ Εὐρ. Ἠλ. 720· ἔωρτες Μουσαῖ 1· ψᾶφοι Πινδ. Ν. 8. 44· κρ. εἰσῆλθον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 598 τὸ κρ. Διον. Ἀρεοπ. Ἐπίρρ. -ίως, Ψευδο-Λουκ. Φιλοπ. 9.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> caché;<br /><b>2</b> secret, clandestin.<br />'''Étymologie:''' [[κρύπτω]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρύφιος Medium diacritics: κρύφιος Low diacritics: κρύφιος Capitals: ΚΡΥΦΙΟΣ
Transliteration A: krýphios Transliteration B: kryphios Transliteration C: kryfios Beta Code: kru/fios

English (LSJ)

[ῠ], α, ον, also ος, ον E.IT1328, Th.7.25:—

   A hidden, concealed, θυμός Pi.P.1.84; ὄφις S.Ph.1328.    2 secret, clandestine, ὀαρισμοί Hes.Op.789; λέχος S.Tr.360; εὐναί E.El.719 (lyr.); ἔρωτες Musae.1; ψᾶφοι Pi.N.8.26; κ. εἰσῆλθον E.HF598. Adv. -ίως Ps.- Luc.Philopatr.9.    3 occult, Procl.Inst.121, Dam.Pr.151; latent, ib.192, 201. Adv. -ίως ib.153.    4 voc. κρύφιε such an one, LXX Ru.4.1.    5 κρύφιος, ὁ, fabulous gem, Ps.-Plu.Fluv.13.4.    6 κρύφιος, ὁ, title of a grade of initiates in the mysteries of Mithras, CIL 6.751a, 753 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

κρύφιος: ῠ, α, ον, ὡσαύτως, ος, ον, Εὐρ. Ι. Τ. 1328, Θουκ. 7. 25· ― κεκρυμμένος, θυμὸς Πινδ. Π. 1. 162· ὄφις Σοφ. Φιλ. 1328. 2) λαθραῖος, ἀπόκρυφος, ὀαρισμοὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 791· λέχος Σοφ. Τρ. 360· εὐναὶ Εὐρ. Ἠλ. 720· ἔωρτες Μουσαῖ 1· ψᾶφοι Πινδ. Ν. 8. 44· κρ. εἰσῆλθον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 598 τὸ κρ. Διον. Ἀρεοπ. Ἐπίρρ. -ίως, Ψευδο-Λουκ. Φιλοπ. 9.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 caché;
2 secret, clandestin.
Étymologie: κρύπτω.