κυκλόεις: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυκλόεις''': εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ [[κυκλικός]], [[κυκλοτερής]], ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς (ἴδε [[κύκλος]] ΙΙ. 2), Σοφ. Ο. Τ. 161· [[ἴτυς]] Ἀνθ. Π. 7. 232. | |lstext='''κυκλόεις''': εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ [[κυκλικός]], [[κυκλοτερής]], ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς (ἴδε [[κύκλος]] ΙΙ. 2), Σοφ. Ο. Τ. 161· [[ἴτυς]] Ἀνθ. Π. 7. 232. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όεσσα, όεν;<br />circulaire.<br />'''Étymologie:''' [[κύκλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
εσσα, εν, poet. for κυκλικός,
A circular, ἀγορᾶς θρόνος S.OT161 (lyr.); ἴτυς AP7.232 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1526] εσσα, εν, gerundet, kreisförmig; θρόνος ἀγορᾶς Soph. O. R. 161; ἴτυς Anyte 20 (VII, 232).
Greek (Liddell-Scott)
κυκλόεις: εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ κυκλικός, κυκλοτερής, ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς (ἴδε κύκλος ΙΙ. 2), Σοφ. Ο. Τ. 161· ἴτυς Ἀνθ. Π. 7. 232.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
circulaire.
Étymologie: κύκλος.