μελαγχίτων: Difference between revisions
From LSJ
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
(6_3) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελαγχίτων''': [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μέλανα χιτῶνα, [[μέλαν]] [[ἔνδυμα]], Αἰσχύλ. Χο. 9· ― μεταφ., [[σκοτεινός]], [[κατηφής]], φρὴν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 114· πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν φρένες ἀμφιμέλαιναι. | |lstext='''μελαγχίτων''': [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μέλανα χιτῶνα, [[μέλαν]] [[ἔνδυμα]], Αἰσχύλ. Χο. 9· ― μεταφ., [[σκοτεινός]], [[κατηφής]], φρὴν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 114· πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν φρένες ἀμφιμέλαιναι. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ωνος;<br />vêtu de noir, en vêtement de deuil ; <i>fig.</i> sombre, triste.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[χιτών]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῐ] ωνος, ὁ, ἡ,
A with black raiment: hence, metaph., darksome, gloomy, φρήν A.Pers.115 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 118] ωνος, mit schwarzem Unterkleide, schwarz gekleidet u. übertr. traurig, φρήν, Aesch. Pers. 114.
Greek (Liddell-Scott)
μελαγχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μέλανα χιτῶνα, μέλαν ἔνδυμα, Αἰσχύλ. Χο. 9· ― μεταφ., σκοτεινός, κατηφής, φρὴν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 114· πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν φρένες ἀμφιμέλαιναι.
French (Bailly abrégé)
ωνος;
vêtu de noir, en vêtement de deuil ; fig. sombre, triste.
Étymologie: μέλας, χιτών.