μετάδρομος: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετάδρομος''': -ον, ὁ τρέχων κατόπιν, καταδιώκων, ἐκδικούμενος διά τι, [[τιμωρός]], πανουργημάτων κ. κύνες Σοφ. Ἠλ. 1387.
|lstext='''μετάδρομος''': -ον, ὁ τρέχων κατόπιν, καταδιώκων, ἐκδικούμενος διά τι, [[τιμωρός]], πανουργημάτων κ. κύνες Σοφ. Ἠλ. 1387.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui poursuit <i>surtout à propos de chiens de chasse</i>, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μεταδραμεῖν]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάδρομος Medium diacritics: μετάδρομος Low diacritics: μετάδρομος Capitals: ΜΕΤΑΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: metádromos Transliteration B: metadromos Transliteration C: metadromos Beta Code: meta/dromos

English (LSJ)

ον,

   A running after, pursuing, taking vengeance for, μ. πανουργημάτων κύνες S.El.1387 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 146] nachlaufend, verfolgend, mit dem Nebenbegriff der Rache, von den Erinyen, πανουργημάτων μετάδρομοι κύνες, Soph. El. 1379.

Greek (Liddell-Scott)

μετάδρομος: -ον, ὁ τρέχων κατόπιν, καταδιώκων, ἐκδικούμενος διά τι, τιμωρός, πανουργημάτων κ. κύνες Σοφ. Ἠλ. 1387.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui poursuit surtout à propos de chiens de chasse, gén..
Étymologie: μεταδραμεῖν.