μίμησις: Difference between revisions

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μίμησις''': [ῑ], ἡ, τὸ μιμεῖσθαι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 156, Θουκ. 1. 95, Πλάτ., κτλ.· κατὰ σὴν μ., διὰ νὰ σὲ μιμηθῶ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 109. ΙΙ. ἡ διὰ τῆς τέχνης [[παράστασις]], Πλάτ. Σοφ. 265Α, Πολ. 394Β, κ. ἀλλ.: περὶ τῆς δραματικῆς ποιήσεως ὡς τέχνης μιμητικῆς, ἴδε Ἀριστ. Ποιητ. 1, 2., 3, 3., 6, 7. 2) [[παράστασις]], [[εἰκών]], [[ὁμοίωμα]], πυγμαίου ἀνδρὸς μ. Ἡρόδ. 3. 37.
|lstext='''μίμησις''': [ῑ], ἡ, τὸ μιμεῖσθαι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 156, Θουκ. 1. 95, Πλάτ., κτλ.· κατὰ σὴν μ., διὰ νὰ σὲ μιμηθῶ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 109. ΙΙ. ἡ διὰ τῆς τέχνης [[παράστασις]], Πλάτ. Σοφ. 265Α, Πολ. 394Β, κ. ἀλλ.: περὶ τῆς δραματικῆς ποιήσεως ὡς τέχνης μιμητικῆς, ἴδε Ἀριστ. Ποιητ. 1, 2., 3, 3., 6, 7. 2) [[παράστασις]], [[εἰκών]], [[ὁμοίωμα]], πυγμαίου ἀνδρὸς μ. Ἡρόδ. 3. 37.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> imitation;<br /><b>2</b> représentation, image, portrait;<br /><b>3</b> représentation théâtrale.<br />'''Étymologie:''' [[μιμέομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμησις Medium diacritics: μίμησις Low diacritics: μίμησις Capitals: ΜΙΜΗΣΙΣ
Transliteration A: mímēsis Transliteration B: mimēsis Transliteration C: mimisis Beta Code: mi/mhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A imitation, Ar.Th.156, Th.1.95, Pl.Grg. 511a, etc.; κατὰ σὴν μ. to imitate you, Ar.Ra.109; reproduction of a model, Dionys. ap. Syrian.in Hermog.1.3 R.    II representation by means of art, Pl.Sph.265b, R.598b, al.; esp. of dramatic poetry, Arist.Po.1447a22, al.    2 representation, portrait, πυγμαίου ἀνδρὸς μ. Hdt.3.37, cf. Hp.Vict.1.21.

German (Pape)

[Seite 186] ἡ, das Nachahmen, die Nachahmung; Ar. Th. 156; Thuc. 1, 95; öfter bei Plat., καὶ ἀπεικασία, Critia. 107 b; Folgde, wie Luc. u. Plut., oft.

Greek (Liddell-Scott)

μίμησις: [ῑ], ἡ, τὸ μιμεῖσθαι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 156, Θουκ. 1. 95, Πλάτ., κτλ.· κατὰ σὴν μ., διὰ νὰ σὲ μιμηθῶ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 109. ΙΙ. ἡ διὰ τῆς τέχνης παράστασις, Πλάτ. Σοφ. 265Α, Πολ. 394Β, κ. ἀλλ.: περὶ τῆς δραματικῆς ποιήσεως ὡς τέχνης μιμητικῆς, ἴδε Ἀριστ. Ποιητ. 1, 2., 3, 3., 6, 7. 2) παράστασις, εἰκών, ὁμοίωμα, πυγμαίου ἀνδρὸς μ. Ἡρόδ. 3. 37.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 imitation;
2 représentation, image, portrait;
3 représentation théâtrale.
Étymologie: μιμέομαι.