μιμαίκυλον: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῐμαίκῠλον''': τό, ὁ [[καρπὸς]] τῆς κομάρου, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 4, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 8, 2· ἀλλὰ [[μεμαίκυλον]], ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 4, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 144· [[ὡσαύτως]] μεμαίκυλος, Παῦλ. Αἰγ. 247. 12 (ὡς ἀπαιτεῖ ἡ [[σειρά]])· μιμάκυλος, Ἡσύχ. | |lstext='''μῐμαίκῠλον''': τό, ὁ [[καρπὸς]] τῆς κομάρου, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 4, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 8, 2· ἀλλὰ [[μεμαίκυλον]], ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 4, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 144· [[ὡσαύτως]] μεμαίκυλος, Παῦλ. Αἰγ. 247. 12 (ὡς ἀπαιτεῖ ἡ [[σειρά]])· μιμάκυλος, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />arbouse, <i>fruit de l’arbousier</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG terme sans étym., prob. emprunté. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A fruit of κόμαρος, Crates Com.40, Amphis 38, Theopomp.Com.67, Thphr.CP2.8.2, Scyl.108, Porph.Abst.2.7; but μεμαίκυλον, Thphr.HP3.16.4, Poll.7.144, Gal.6.621:—also μεμαίκυλος, ἡ, ibid.; μιμάκυλος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 186] τό, die eßbare Frucht des Erdbeerbaumes, Theophr. u. com. bei Ath. II, 50 e, wird auch μιμάκυλον u. μαιμάκυλον geschrieben, u. Poll. 7, 144 μεμαίκυλα.
Greek (Liddell-Scott)
μῐμαίκῠλον: τό, ὁ καρπὸς τῆς κομάρου, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 4, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 8, 2· ἀλλὰ μεμαίκυλον, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 4, Πολυδ. Ζ΄, 144· ὡσαύτως μεμαίκυλος, Παῦλ. Αἰγ. 247. 12 (ὡς ἀπαιτεῖ ἡ σειρά)· μιμάκυλος, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
arbouse, fruit de l’arbousier.
Étymologie: DELG terme sans étym., prob. emprunté.