νάρδος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νάρδος''': ἡ, Λατ. nardus, [[φυτόν]] τι καλούμενον καὶ νάρδου [[στάχυς]] ἢ [[ναρδόσταχυς]] (Γαλην.), Λατ. nardostachyon, spica nardi ἐν χρήσει πρὸς κατασκευὴν εὐώδους βαλσάμου ἢ μύρου τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]] φέροντος, ἀνῆκον δὲ εἰς τὴν τάξιν Valerianaceae, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 2, Διοσκ. 1. 6-8, πρβλ. Sibth. Fl. Gr. 1. 24. II. αὐτὸ τὸ [[ἔλαιον]] τῆς νάρδου, Ἀνθ. Π. 6. 250, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 2. 2, κτλ.· ἴδε Βαβυλωνιακὴ Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 55. (Λέξις σημιτικὴ κατὰ τὸν Pusey, Daniel παράρτ. G).
|lstext='''νάρδος''': ἡ, Λατ. nardus, [[φυτόν]] τι καλούμενον καὶ νάρδου [[στάχυς]] ἢ [[ναρδόσταχυς]] (Γαλην.), Λατ. nardostachyon, spica nardi ἐν χρήσει πρὸς κατασκευὴν εὐώδους βαλσάμου ἢ μύρου τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]] φέροντος, ἀνῆκον δὲ εἰς τὴν τάξιν Valerianaceae, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 2, Διοσκ. 1. 6-8, πρβλ. Sibth. Fl. Gr. 1. 24. II. αὐτὸ τὸ [[ἔλαιον]] τῆς νάρδου, Ἀνθ. Π. 6. 250, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 2. 2, κτλ.· ἴδε Βαβυλωνιακὴ Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 55. (Λέξις σημιτικὴ κατὰ τὸν Pusey, Daniel παράρτ. G).
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>1</b> nard, <i>sorte de valériane, plante</i>;<br /><b>2</b> huile de nard.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt sémit.
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νάρδος Medium diacritics: νάρδος Low diacritics: νάρδος Capitals: ΝΑΡΔΟΣ
Transliteration A: nárdos Transliteration B: nardos Transliteration C: nardos Beta Code: na/rdos

English (LSJ)

ἡ,

   A spikenard, Nardostachys Jatamansi, Thphr.HP9.7.2, Nic. Th.604, LXX Ca.1.12, Ev.Marc.14.3; ν. Ἰνδική Dsc.1.7, etc.; νάρδου στάχυς Gal.12.84, al.; cf. sq.    2 ν. Κελτική Celtic nard, Valeriana celtica, Dsc.1.8, cf. Plin.HN14.107.    3 ν. ὀρεινή or ὀρεία mountain nard, Valeriana Dioscoridis, Dsc.1.9 (cf. Thphr.HP 9.7.4).    4 ν. Συριακή Syrian nard, Cymbopogon Iwarancusa, Dsc. 1.7, cf. Plin.HN12.45.    5 νάρδου ῥίζα ginger grass, Cymbopogon Schoenanthus, Arr.An.6.22, cf. 7.20.    6 ν. ἀγρία, = ἄσαρον, Dsc. 1.10; = φοῦ, ib.11.    II oil of spikenard, PSI6.628.7 (iii B.C.), AP6.250 (Antiphil.), Aret.CD2.2, etc.; ν. Βαβυλωνιακή Alex.308. (Semitic word, cf. Bab. lardu.)

German (Pape)

[Seite 229] ἡ, Narde, eine Pflanze, aus deren ährenförmiger Blüthe das wohlriechende Nardenöl bereitet wurde, Diosc.; Nic. Al. 402. – Auch das Nardenöl selbst, νάρδος ὑπὸ γλαυκῆς κλειομένη ὑάλου, Antiphil. 6 (VI, 250).

Greek (Liddell-Scott)

νάρδος: ἡ, Λατ. nardus, φυτόν τι καλούμενον καὶ νάρδου στάχυςναρδόσταχυς (Γαλην.), Λατ. nardostachyon, spica nardi ἐν χρήσει πρὸς κατασκευὴν εὐώδους βαλσάμου ἢ μύρου τὸ αὐτὸ ὄνομα φέροντος, ἀνῆκον δὲ εἰς τὴν τάξιν Valerianaceae, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 2, Διοσκ. 1. 6-8, πρβλ. Sibth. Fl. Gr. 1. 24. II. αὐτὸ τὸ ἔλαιον τῆς νάρδου, Ἀνθ. Π. 6. 250, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 2. 2, κτλ.· ἴδε Βαβυλωνιακὴ Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 55. (Λέξις σημιτικὴ κατὰ τὸν Pusey, Daniel παράρτ. G).

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 nard, sorte de valériane, plante;
2 huile de nard.
Étymologie: DELG emprunt sémit.