μεταπέταμαι: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταπέταμαι''': ἢ -[[πέτομαι]], [[πέτομαι]] εἰς ἄλλον τόπον, [[ἀφίπταμαι]], ἀπό… εἰς..., Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 50. | |lstext='''μεταπέταμαι''': ἢ -[[πέτομαι]], [[πέτομαι]] εἰς ἄλλον τόπον, [[ἀφίπταμαι]], ἀπό… εἰς..., Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 50. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>c.</i> [[μεταπέτομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
or μετα-πέτομαι,
A fly to another place, fly away, ἀπὸ . . εἰς . . Luc.Hist.Conscr.50.
German (Pape)
[Seite 152] u. μεταπέτομαι, weg und anders wohin fliegen, Luc. hist. conscrib. 50.
Greek (Liddell-Scott)
μεταπέταμαι: ἢ -πέτομαι, πέτομαι εἰς ἄλλον τόπον, ἀφίπταμαι, ἀπό… εἰς..., Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 50.
French (Bailly abrégé)
c. μεταπέτομαι.