μεταπέταμαι: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταπέταμαι''': ἢ -[[πέτομαι]], [[πέτομαι]] εἰς ἄλλον τόπον, [[ἀφίπταμαι]], ἀπό… εἰς..., Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 50.
|lstext='''μεταπέταμαι''': ἢ -[[πέτομαι]], [[πέτομαι]] εἰς ἄλλον τόπον, [[ἀφίπταμαι]], ἀπό… εἰς..., Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 50.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[μεταπέτομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπέταμαι Medium diacritics: μεταπέταμαι Low diacritics: μεταπέταμαι Capitals: ΜΕΤΑΠΕΤΑΜΑΙ
Transliteration A: metapétamai Transliteration B: metapetamai Transliteration C: metapetamai Beta Code: metape/tamai

English (LSJ)

or μετα-πέτομαι,

   A fly to another place, fly away, ἀπὸ . . εἰς . . Luc.Hist.Conscr.50.

German (Pape)

[Seite 152] u. μεταπέτομαι, weg und anders wohin fliegen, Luc. hist. conscrib. 50.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπέταμαι: ἢ -πέτομαι, πέτομαι εἰς ἄλλον τόπον, ἀφίπταμαι, ἀπό… εἰς..., Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 50.

French (Bailly abrégé)

c. μεταπέτομαι.