μονόπους: Difference between revisions
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονόπους''': Ἰων. μουν-, ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων ἕνα μόνον [[πόδα]], Ἀνθ. Π. 9. 233, κτλ.· μ. [[τράπεζα]] (τὸ monopodium τοῦ Πλιν.) [[Πολυδ]]., Ι΄, 69· ἴδε [[μονοπόδιον]]. | |lstext='''μονόπους''': Ἰων. μουν-, ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων ἕνα μόνον [[πόδα]], Ἀνθ. Π. 9. 233, κτλ.· μ. [[τράπεζα]] (τὸ monopodium τοῦ Πλιν.) [[Πολυδ]]., Ι΄, 69· ἴδε [[μονοπόδιον]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> όποδος<br />qui n’a qu’un pied (table, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[πούς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. μουνό-, ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. ποδος,
A one-footed, AP9.233 (Eryc.), Man.1.137; μ. τράπεζα Poll.10.69.
German (Pape)
[Seite 204] πουν, gen. ποδος, einfüßig, τράπεζα, Poll. 10, 69; in ion. Form μουνόπους, Maneth. 1, 137; Eryc. 9 (IX, 233).
Greek (Liddell-Scott)
μονόπους: Ἰων. μουν-, ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων ἕνα μόνον πόδα, Ἀνθ. Π. 9. 233, κτλ.· μ. τράπεζα (τὸ monopodium τοῦ Πλιν.) Πολυδ., Ι΄, 69· ἴδε μονοπόδιον.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. όποδος
qui n’a qu’un pied (table, etc.).
Étymologie: μόνος, πούς.