ὕπανδρος: Difference between revisions
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὕπανδρος''': -ον, ὑπὸ ἄνδρα, [[ἔγγαμος]], ὑπ. γυναῖκας Πολύβ. 10. 26, 3, Νέα Διαθ., κλπ.· τὰς ὑπάνδρους τῶν γυναικῶν Ἀθήν. 388C· ὕπ. γύναια Πλουτ. Πελοπίδ. 9. ΙΙ. μεταφορ., ἐκτεθηλυμμένος, [[ἄνανδρος]], ἀγωγὴ οἰκουρὸς καὶ ὕπ., [[τρόπος]] ζωῆς [[ἄνανδρος]], Διοδ. Ἐκλογ. 520. 39. | |lstext='''ὕπανδρος''': -ον, ὑπὸ ἄνδρα, [[ἔγγαμος]], ὑπ. γυναῖκας Πολύβ. 10. 26, 3, Νέα Διαθ., κλπ.· τὰς ὑπάνδρους τῶν γυναικῶν Ἀθήν. 388C· ὕπ. γύναια Πλουτ. Πελοπίδ. 9. ΙΙ. μεταφορ., ἐκτεθηλυμμένος, [[ἄνανδρος]], ἀγωγὴ οἰκουρὸς καὶ ὕπ., [[τρόπος]] ζωῆς [[ἄνανδρος]], Διοδ. Ἐκλογ. 520. 39. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adj. f.</i><br />en pouvoir de mari, mariée.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἀνήρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (ἀνήρ)
A under a man, subject to him, married, γυνή LXX Nu.5.20, Plb.10.26.3, Ep.Rom.7.2, etc.; τὰς ὑ. τῶν γυναικῶν Polem.Hist.59; ὕ. γύναια Plu.Pel.9. II feminine, ἀγωγὴ οἰκουρὸς καὶ ὕ. a feminine mode of life, D.S.32.10.
Greek (Liddell-Scott)
ὕπανδρος: -ον, ὑπὸ ἄνδρα, ἔγγαμος, ὑπ. γυναῖκας Πολύβ. 10. 26, 3, Νέα Διαθ., κλπ.· τὰς ὑπάνδρους τῶν γυναικῶν Ἀθήν. 388C· ὕπ. γύναια Πλουτ. Πελοπίδ. 9. ΙΙ. μεταφορ., ἐκτεθηλυμμένος, ἄνανδρος, ἀγωγὴ οἰκουρὸς καὶ ὕπ., τρόπος ζωῆς ἄνανδρος, Διοδ. Ἐκλογ. 520. 39.