σέσελις: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σέσελις''': -εως, ἡ, [[θάμνος]] τις τοῦ [[αὐτοῦ]] εἴδους καὶ κρότων ἢ [[σίλι]] (Tordylium officinale, κατὰ τὸν Littré εἰς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387), Ἀιστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 5, 1, Διοσκ. 3. 54-56, Πλούτ. 2. 383Ε· - [[ὡσαύτως]] σέσελι, τό, Ἄλεξις ἐν «Λεβ.» 2. 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σέσελι· πόα τις».
|lstext='''σέσελις''': -εως, ἡ, [[θάμνος]] τις τοῦ [[αὐτοῦ]] εἴδους καὶ κρότων ἢ [[σίλι]] (Tordylium officinale, κατὰ τὸν Littré εἰς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387), Ἀιστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 5, 1, Διοσκ. 3. 54-56, Πλούτ. 2. 383Ε· - [[ὡσαύτως]] σέσελι, τό, Ἄλεξις ἐν «Λεβ.» 2. 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σέσελι· πόα τις».
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />plante de l’espèce du ricin.<br />'''Étymologie:''' DELG mot égyptien.
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σέσελις Medium diacritics: σέσελις Low diacritics: σέσελις Capitals: ΣΕΣΕΛΙΣ
Transliteration A: séselis Transliteration B: seselis Transliteration C: seselis Beta Code: se/selis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A hartwort, Tordylium officinale, Arist.HA611a18, Plu.2.383e:—also σέσελι, τό, Hp.Acut.23, Alex.127.8, Thphr.HP 9.15.5; σ. κρητικόν Dsc.3.54; other kinds, σ. μασσαλιωτικόν Massilian hartwort, Seseli tortuosum, ib.53; σ. αἰθιοπικόν hare's ear, Bupleurum fruticosum, ibid.; σ. ἐν Πελοποννήσῳ golden cow-parsnip, Malabaila aurea, ibid.; σ. Κύπριον,= κίκι, Id.4.161.

German (Pape)

[Seite 872] ein Pflanzengeschlecht, Arist. H. A. 9, 5, sonst σίλι, σιλικύπριον, auch κῖκι genannt.

Greek (Liddell-Scott)

σέσελις: -εως, ἡ, θάμνος τις τοῦ αὐτοῦ εἴδους καὶ κρότων ἢ σίλι (Tordylium officinale, κατὰ τὸν Littré εἰς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387), Ἀιστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 5, 1, Διοσκ. 3. 54-56, Πλούτ. 2. 383Ε· - ὡσαύτως σέσελι, τό, Ἄλεξις ἐν «Λεβ.» 2. 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σέσελι· πόα τις».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
plante de l’espèce du ricin.
Étymologie: DELG mot égyptien.