ξηραλοιφέω: Difference between revisions

From LSJ

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξηρᾰλοιφέω''': ([[ἀλείφω]]) [[κυρίως]] [[ἀλείφω]] [[ἁπλῶς]] δι’ ἐλαίου, [[ἤτοι]] μόνον δι’ ἐλαίου, τεχνικὸς ὅρος παρὰ τοῖς παλαισταῖς, οἵτινες ἠλείφοντο δι’ ἐλαίου χωρὶς νὰ λουσθῶσιν, [[ὅπως]] καταστήσωσι τὰ [[μέλη]] των μαλακά, Νόμοι Σόλωνος ἐν Πλουτ. Σόλ. 1, Σοφ. Ἀποσπ. 437, Αἰσχίν. 19. 25· [[ἐντεῦθεν]], τὸ ξηραλοιφεῖν ἐσήμαινε τὸ ἀσχολεῖσθαι εἰς ἀθλητικὰς ἀσκήσεις, Πλούτ. 2. 152D, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.· - κατὰ τὸν Γαλην. 13. 55, τὸ ξηραλοιφεῖν ἐγίνετο διὰ μόνου ἐλαίου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ χυτλοῦσθαι, [[ὅπερ]] ἐσήμαινεν ἀλείφεσθαι δι’ ἐλαίου μεμιγμένου μεθ’ ὕδατος. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 274, 282.
|lstext='''ξηρᾰλοιφέω''': ([[ἀλείφω]]) [[κυρίως]] [[ἀλείφω]] [[ἁπλῶς]] δι’ ἐλαίου, [[ἤτοι]] μόνον δι’ ἐλαίου, τεχνικὸς ὅρος παρὰ τοῖς παλαισταῖς, οἵτινες ἠλείφοντο δι’ ἐλαίου χωρὶς νὰ λουσθῶσιν, [[ὅπως]] καταστήσωσι τὰ [[μέλη]] των μαλακά, Νόμοι Σόλωνος ἐν Πλουτ. Σόλ. 1, Σοφ. Ἀποσπ. 437, Αἰσχίν. 19. 25· [[ἐντεῦθεν]], τὸ ξηραλοιφεῖν ἐσήμαινε τὸ ἀσχολεῖσθαι εἰς ἀθλητικὰς ἀσκήσεις, Πλούτ. 2. 152D, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.· - κατὰ τὸν Γαλην. 13. 55, τὸ ξηραλοιφεῖν ἐγίνετο διὰ μόνου ἐλαίου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ χυτλοῦσθαι, [[ὅπερ]] ἐσήμαινεν ἀλείφεσθαι δι’ ἐλαίου μεμιγμένου μεθ’ ὕδατος. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 274, 282.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />se frotter d’huile à sec (<i>càd</i> sans s’être baigné) comme les athlètes.<br />'''Étymologie:''' [[ξηρός]], [[ἀλοιφή]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηρᾰλοιφέω Medium diacritics: ξηραλοιφέω Low diacritics: ξηραλοιφέω Capitals: ΞΗΡΑΛΟΙΦΕΩ
Transliteration A: xēraloiphéō Transliteration B: xēraloipheō Transliteration C: ksiraloifeo Beta Code: chraloife/w

English (LSJ)

(ἀλείφω)

   A rub dry with oil, of wrestlers, LexSolonis ap.Plu.Sol.I (cf. Aeschin.1.138), S.Fr.494, Plu.2.152d, Philostr. Gym.58, D.C.77.11 ; opp. χυτλοῦσθαι, Gal.11.532.

German (Pape)

[Seite 279] eigtl. trocken salben, ein Ausdruck aus der Kunstsprache der Ringer, vom Einreiben des Leibes mit Oel ohne Wasser, welches vor dem Anfange der Leibesübungen geschah, um die Glieder geschmeidig zu machen, Soph. frg. 437; vgl. VLL., bes. Harpocr.; Aesch. 1, 138 führt ein Gesetz an δοῦλον μὴ γυμνάζεσθαι μηδὲ ξηραλοιφεῖν ἐν ταῖς παλαίστραις; vgl. Plut. Sol. 1; Luc. Lexiphan. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ξηρᾰλοιφέω: (ἀλείφω) κυρίως ἀλείφω ἁπλῶς δι’ ἐλαίου, ἤτοι μόνον δι’ ἐλαίου, τεχνικὸς ὅρος παρὰ τοῖς παλαισταῖς, οἵτινες ἠλείφοντο δι’ ἐλαίου χωρὶς νὰ λουσθῶσιν, ὅπως καταστήσωσι τὰ μέλη των μαλακά, Νόμοι Σόλωνος ἐν Πλουτ. Σόλ. 1, Σοφ. Ἀποσπ. 437, Αἰσχίν. 19. 25· ἐντεῦθεν, τὸ ξηραλοιφεῖν ἐσήμαινε τὸ ἀσχολεῖσθαι εἰς ἀθλητικὰς ἀσκήσεις, Πλούτ. 2. 152D, ἔνθα ἴδε Wyttenb.· - κατὰ τὸν Γαλην. 13. 55, τὸ ξηραλοιφεῖν ἐγίνετο διὰ μόνου ἐλαίου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ χυτλοῦσθαι, ὅπερ ἐσήμαινεν ἀλείφεσθαι δι’ ἐλαίου μεμιγμένου μεθ’ ὕδατος. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 274, 282.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se frotter d’huile à sec (càd sans s’être baigné) comme les athlètes.
Étymologie: ξηρός, ἀλοιφή.