οἰκοδόμησις: Difference between revisions

From LSJ

σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σαφές → wisdom lies in clarity, not in obscurity | wisdom is shown in clarity, not in obscurity

Source
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκοδόμησις''': ἡ, ὁ [[τρόπος]] ἢ ἡ [[πρᾶξις]] τοῦ οἰκοδομεῖν, Θουκ. 3. 2, 20, Πλάτ. Γοργ. 455Β, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., οἰκοδ. ναῶν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 391Α. ΙΙ. = [[οἰκοδόμημα]], ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 117Α, Νόμ. 778Ε.
|lstext='''οἰκοδόμησις''': ἡ, ὁ [[τρόπος]] ἢ ἡ [[πρᾶξις]] τοῦ οἰκοδομεῖν, Θουκ. 3. 2, 20, Πλάτ. Γοργ. 455Β, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., οἰκοδ. ναῶν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 391Α. ΙΙ. = [[οἰκοδόμημα]], ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 117Α, Νόμ. 778Ε.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de construire une maison.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκοδομέω]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδόμησις Medium diacritics: οἰκοδόμησις Low diacritics: οικοδόμησις Capitals: ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΙΣ
Transliteration A: oikodómēsis Transliteration B: oikodomēsis Transliteration C: oikodomisis Beta Code: oi)kodo/mhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A act or manner of building, Th.3.2,21, Pl.Grg.455b, Arist.EN 1152b14, etc. : pl., ναῶν οἰ. Pl.R.394a.    II = οἰκοδόμημα, Id.Criti. 117a, Lg.778e (both pl.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδόμησις: ἡ, ὁ τρόπος ἢ ἡ πρᾶξις τοῦ οἰκοδομεῖν, Θουκ. 3. 2, 20, Πλάτ. Γοργ. 455Β, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., οἰκοδ. ναῶν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 391Α. ΙΙ. = οἰκοδόμημα, ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 117Α, Νόμ. 778Ε.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de construire une maison.
Étymologie: οἰκοδομέω.